γειομόρος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geiomoros | |Transliteration C=geiomoros | ||
|Beta Code=geiomo/ros | |Beta Code=geiomo/ros | ||
|Definition== [[γεωμόρος]], | |Definition== [[γεωμόρος]], A.R.3.1387, ''AP''9.438 (Phil.), D.P.190. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:09, 25 August 2023
English (LSJ)
= γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
Russian (Dvoretsky)
γειομόρος: ὁ Anth. = γεωμόρος.
Greek (Liddell-Scott)
γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
Greek Monolingual
γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].