εὐεξέλεγκτος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evekselegktos | |Transliteration C=evekselegktos | ||
|Beta Code=eu)ece/legktos | |Beta Code=eu)ece/legktos | ||
|Definition= | |Definition=εὐεξέλεγκτον, [[easy to refute]], Pl.''Hp.Ma.''293d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐεξέλεγκτον, easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.
German (Pape)
[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.
Russian (Dvoretsky)
εὐεξέλεγκτος: легко доказуемый (λίαν εὐήθης τε χαὶ εὐ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].