κακορρέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakorrektis
|Transliteration C=kakorrektis
|Beta Code=kakorre/kths
|Beta Code=kakorre/kths
|Definition=ου, ὁ, (ῥέζω) [[evil-doer]], <span class="bibl">A.R.3.595</span>.
|Definition=κακορρέκτου, ὁ, ([[ῥέζω]]) [[evil-doer]], A.R.3.595.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακορρέκτης]], ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)<br />αυτός που πράττει το [[κακό]], [[καταστρεπτικός]], [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («[[κακορρέκτης]] [[δαίμων]]», Ευδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ρέζω]] «[[πράττω]]»), [[πρβλ]]. <i>μεγαλο</i>-<i>ρρέκτης</i>].
|mltxt=[[κακορρέκτης]], ὁ, θηλ. [[κακορρέκτειρα]] (Α)<br />αυτός που πράττει το [[κακό]], [[καταστρεπτικός]], [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («[[κακορρέκτης]] [[δαίμων]]», Ευδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ρέζω]] «[[πράττω]]»), [[πρβλ]]. [[μεγαλορρέκτης]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Übelthäter]]</i>, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere
|ptext=ὁ, <i>[[Übelthäter]]</i>, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρέκτης Medium diacritics: κακορρέκτης Low diacritics: κακορρέκτης Capitals: ΚΑΚΟΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kakorréktēs Transliteration B: kakorrektēs Transliteration C: kakorrektis Beta Code: kakorre/kths

English (LSJ)

κακορρέκτου, ὁ, (ῥέζω) evil-doer, A.R.3.595.

Greek Monolingual

κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβήςκακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλορρέκτης].

German (Pape)

ὁ, Übelthäter, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere