ἀνακοιτάζομαι: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "ἀποπαρθενόω, γίσαι" to "ἀποπαρθενόω, ἀποπαρθενεύω, γίσαι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anakoitazomai | |Transliteration C=anakoitazomai | ||
|Beta Code=a)nakoita/zomai | |Beta Code=a)nakoita/zomai | ||
|Definition=[[deflower]] a [[maiden]], Sch. | |Definition=[[deflower]] a [[maiden]], Sch.Opp.''H.''1.390. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.
Spanish (DGE)
desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.
Greek Monolingual
(Α ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].
Translations
deflower
Albanian: zhvirgjëroj; Arabic: اِفْتَضَّ, or فَضَّ + عُذْرِيّة or بَكَارَة vel sim.; Bulgarian: обезчестявам; Chinese Mandarin: 開苞, 开苞, 破瓜, 破處; Czech: odpanit; Dutch: ontmaagden; Esperanto: deflori, malvirgigi; Finnish: viedä neitsyys; French: déflorer, dépuceler; Galician: desflorar, desvirgar; German: deflorieren, entjungfern; Greek: διακορεύω, ξεπαρθενιάζω; Ancient Greek: ἀνακοιτάζομαι, ἀποπαρθενόω, ἀποπαρθενεύω, γίσαι, διακορεύω, διακορέω, διακορίζω, διαπαρθενεύω, ἐκκορέω, ἐκκορίζω, ἐκπαρθενεύω, καταγιγαρτίζω; Hungarian: megbecstelenít; Icelandic: afmeyja; Ido: desvirgigar; Italian: deflorare, sverginare; Japanese: 破瓜する; Latin: defloro, devirgino; Luxembourgish: defloréieren; Macedonian: обесчестува; Polish: rozdziewiczać; Portuguese: deflorar, desvirginar; Romanian: deflora; Russian: лишать девственности, лишить девственности, дефлорировать, растлевать, растлить; Spanish: desflorar, desvirgar; Telugu: కన్నెరికముతీయు; Turkish: kızlık bozmak