ἰσασμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isasmos | |Transliteration C=isasmos | ||
|Beta Code=i)sasmo/s | |Beta Code=i)sasmo/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ὁ, [[equalization]], Epicur.''Nat.''15.21 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ισιασμός]], ο (ΑΜ [[ἰσασμός]], Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [[ισάζω]]<br />το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] ίσο, [[ευθυγράμμιση]], [[εξίσωση]], [[εξομάλυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> «[[ισασμός]] κεραιών» — η [[οριζοντίωση]] τών κεραιών, η [[τακτοποίηση]] τών κεραιών στη σωστή τους [[θέση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβαση]], [[συνθήκη]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[διακανονισμός]], [[συνδιαλλαγή]]. | |mltxt=και [[ισιασμός]], ο (ΑΜ [[ἰσασμός]], Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [[ισάζω]]<br />το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] ίσο, [[ευθυγράμμιση]], [[εξίσωση]], [[εξομάλυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> «[[ισασμός]] κεραιών» — η [[οριζοντίωση]] τών κεραιών, η [[τακτοποίηση]] τών κεραιών στη σωστή τους [[θέση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβαση]], [[συνθήκη]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[διακανονισμός]], [[συνδιαλλαγή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, equalization, Epicur.Nat.15.21 (pl.).
Greek Monolingual
και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) ισάζω
το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση
νεοελλ.
ναυτ. «ισασμός κεραιών» — η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση
μσν.
1. σύμβαση, συνθήκη
2. συμφωνία, διακανονισμός, συνδιαλλαγή.