λωβός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lovos
|Transliteration C=lovos
|Beta Code=lwbo/s
|Beta Code=lwbo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λωβητός]], coinage in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>570.37</span>.</span>
|Definition=λωβή, λωβόν, = [[λωβητός]], coinage in ''EM''570.37.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[λωβητός]], <i>EM</i>. 570.37, zweifelhaft<br>Bei den Byzant. = <i>der [[Aussätzige]]</i>. Vgl. [[λώβη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβός Medium diacritics: λωβός Low diacritics: λωβός Capitals: ΛΩΒΟΣ
Transliteration A: lōbós Transliteration B: lōbos Transliteration C: lovos Beta Code: lwbo/s

English (LSJ)

λωβή, λωβόν, = λωβητός, coinage in EM570.37.

Greek (Liddell-Scott)

λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].

German (Pape)

λωβητός, EM. 570.37, zweifelhaft
Bei den Byzant. = der Aussätzige. Vgl. λώβη.