καπνία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapnia | |Transliteration C=kapnia | ||
|Beta Code=kapni/a | |Beta Code=kapni/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[κάπνη]] ''1'', Moer.292, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = κάπνη 1, Moer.292, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, Schol. Ar. Vesp. 151, u. κάπνιος, ἡ, eigtl. adj., mit u. ohne ἄμπελος, eine Rebenart mit dunklen, rauchfarbigen Trauben, Theophr. u. Sp. Vgl. κάπνεος.
Greek (Liddell-Scott)
καπνία: ἡ, = κάπνη, Μοῖρ. 292.
Greek Monolingual
η (Α καπνία)
νεοελλ.
1. η μουντζούρα από καπνό
2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους
3. νόσος τών φυτών
αρχ.
η καπνοδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kapinija «καπνοδόχος». Το νεοελλ. καπνιά < καπνός + επίθημα -ιά (πρβλ. λαδιά, μελανιά)].