τεκμηριόω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tekmirioo | |Transliteration C=tekmirioo | ||
|Beta Code=tekmhrio/w | |Beta Code=tekmhrio/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[prove positively]], Th.1.3, D.H.1.89, etc.; <b class="b3">Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</b> if he [[seem]] a [[sufficient]] [[voucher]], Th.1.9; <b class="b3">τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..</b>[[thus]] [[much]] [[evidence]] he gave to the [[fact]] that... Id.3.104; of [[symptom]]s, [[indicate]], Orib.''Syn.'' 9.43:—Pass., to [[be proved]], τισι by [[fact]]s, D.C.75.13.<br><span class="bld">II</span> later in Med., [[draw inferences]], Phld.''D.''3.8, Ph.2.505, A.D.''Pron.''87.7; ἀπό τινων Phld.''Sign.Fr.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
A prove positively, Th.1.3, D.H.1.89, etc.; Ὅμηρος.. εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Th.1.9; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..thus much evidence he gave to the fact that... Id.3.104; of symptoms, indicate, Orib.Syn. 9.43:—Pass., to be proved, τισι by facts, D.C.75.13.
II later in Med., draw inferences, Phld.D.3.8, Ph.2.505, A.D.Pron.87.7; ἀπό τινων Phld.Sign.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 1082] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une preuve, prouver.
Étymologie: τεκμήριον.
Russian (Dvoretsky)
τεκμηριόω: представлять доводы, доказывать, свидетельствовать Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
τεκμηριόω: ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = τεκμαίρομαι παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
Greek Monotonic
τεκμηριόω: μέλ. τεκμηριώσω, αποδεικνύω με βεβαιότητα, σε Θουκ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι..., τέτοια βέβαιη απόδειξη έδωσε στο γεγονός ότι..., στον ίδ.
Middle Liddell
τεκμηριόω, fut. -ώσω [from τεκμήριον
to prove positively, Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . thus much evidence he gave to the fact that . ., Thuc.