οὐρίαχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouriachos | |Transliteration C=ouriachos | ||
|Beta Code=ou)ri/axos | |Beta Code=ou)ri/axos | ||
|Definition=[ῐ], ὁ, ([[οὐρά]]) < | |Definition=[ῐ], ὁ, ([[οὐρά]])<br><span class="bld">A</span> [[bottom]], [[ἔγχεος]] οὐρίαχος = [[butt-end]] of the [[spear]], opp. [[αἰχμή]], Il.13.443, A.R.3.1253, ''AP''6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an [[arrow]]-[[head]], the part fixed in the [[shaft]], [[tang]], Paul.Aeg.6.88 ([[varia lectio|v.l.]]); apptly. [[stem]] of a [[candlestick]] in Call.Fr.anon.50.<br><span class="bld">2</span> part of an [[oar]], Poll.1.90 ([[varia lectio|v.l.]] [[οὐρακός]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre]].<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οὐρά)
A bottom, ἔγχεος οὐρίαχος = butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v.l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50.
2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).
German (Pape)
[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l'arme en terre.
Étymologie: οὐρά.
Russian (Dvoretsky)
οὐρίᾱχος: ὁ нижний конец (ἔγχεος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).
English (Autenrieth)
butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)
Greek Monolingual
οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].
Greek Monotonic
οὐρίᾰχος: ὁ (οὐρά), οπίσθιο μέρος, πάτος, πυθμένας, ἔγχεος οὐρίαχος, το οπίσθιο μέρος του δόρατος, επενδεδυμένο με σίδερο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
οὐρίᾰχος, ὁ, οὐρά
the hindmost part, bottom, ἔγχεος οὐρ. the butt-end of the spear, shod with iron, Il.