καταπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapimprimi
|Transliteration C=katapimprimi
|Beta Code=katapi/mprhmi
|Beta Code=katapi/mprhmi
|Definition=fut. -πρήσω <span class="bibl">D.C.39.9</span>: pf. -πέπρηκα <span class="bibl">Id.59.16</span>:— [[burn to ashes]], AP11.131 (Lucill.), <span class="bibl">Ph.1.516</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>22</span>, <span class="bibl">Polyaen.8.65</span>, <span class="bibl">Hdn.8.1.4</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.62d</span>:—Pass., κατεπρήσθησαν <span class="bibl">Plb.14.4.10</span>; καταπρησθέντας <span class="bibl">Luc.<span class="title">Par.</span>57</span> ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">-πτισθέντας</b>).
|Definition=fut. -πρήσω D.C.39.9: pf. -πέπρηκα Id.59.16:—[[burn to ashes]], AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.''Cam.''22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.''Or.''2.62d:—Pass., κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10; καταπρησθέντας Luc.''Par.''57 ([[nisi legendum|nisi leg.]] -πτισθέντας).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπρήσω;<br />brûler entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπρημι]].
|btext=<i>f.</i> καταπρήσω;<br />[[brûler entièrement]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπρημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπίμπρημι''': μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ [[σῶμα]] ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.
|elnltext=κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπίμπρημι:''' μέλ. -[[πρήσω]], κάνω στάχτες, σε Ανθ.
|lsmtext='''καταπίμπρημι:''' μέλ. -[[πρήσω]], κάνω στάχτες, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
|lstext='''καταπίμπρημι''': μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ [[σῶμα]] ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πρήσω]]<br />to [[burn]] to [[ashes]], Anth.
|mdlsjtxt=fut. -[[πρήσω]]<br />to [[burn]] to [[ashes]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίμπρημι Medium diacritics: καταπίμπρημι Low diacritics: καταπίμπρημι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: katapímprēmi Transliteration B: katapimprēmi Transliteration C: katapimprimi Beta Code: katapi/mprhmi

English (LSJ)

fut. -πρήσω D.C.39.9: pf. -πέπρηκα Id.59.16:—burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—Pass., κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10; καταπρησθέντας Luc.Par.57 (nisi leg. -πτισθέντας).

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσθησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησθέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.

French (Bailly abrégé)

f. καταπρήσω;
brûler entièrement.
Étymologie: κατά, πίμπρημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.

Russian (Dvoretsky)

καταπίμπρημι: (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς Φαέθων Anth.): καταπρησθέντες τὸ σῶμα Luc. сожженные живьем.

Greek Monolingual

καταπίμπρημι και μτγν. τ. καταπι(μ)πρῶ, -άω (Α)
(επιτ. τ. του πίμπρημι) κατακαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπρημι «καίω»].

Greek Monotonic

καταπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, κάνω στάχτες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμπρημι: μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, καίω ἐντελῶς, κατακαίω, κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ σῶμα ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.

Middle Liddell

fut. -πρήσω
to burn to ashes, Anth.