καταδάπτω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katadapto | |Transliteration C=katadapto | ||
|Beta Code=katada/ptw | |Beta Code=katada/ptw | ||
|Definition= | |Definition=[[devour]], μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Il.22.339; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od.3.259; of fire, [[consume]], Q.S.1.2. ''Rev.Phil.''46.129 (Isaura): metaph., <b class="b3">καταδάπτετ' ἀκούοντος φίλον ἦτορ</b>, like [[δαίεται ἦτορ]], Od.16.92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Übertr., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Od. 16, 92. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Übertr., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Od. 16, 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[déchirer]], [[dévorer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-δάπτω verscheuren:; μή με ἔα … κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν laat niet toe dat de honden van de Achaeërs me verscheuren Il. 22.339; overdr.: μευ καταδάπτετ’ ἀκούοντος φίλον ἦτορ als ik jou hoor, wordt mijn dierbare hart verscheurd Od. 16.92. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδάπτω:''' [[разрывать]], [[растерзывать]] (τόνγε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Hom.): [[μευ]] καταδάπτεται ἀκούοντος [[φίλον]] [[ἦτορ]] Hom. сердце мое разрывается, когда я слышу (все это). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδάπτω''': μέλλ. -δάψω, [[κατεσθίω]], κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Π. 92. | |lstext='''καταδάπτω''': μέλλ. -δάψω, [[κατεσθίω]], κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Π. 92. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σχίζω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''καταδάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σχίζω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ψω<br />to [[rend]] in pieces, [[devour]], Hom.: metaph. in Mid., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Od. | |mdlsjtxt=fut. -ψω<br />to [[rend]] in pieces, [[devour]], Hom.: metaph. in Mid., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
devour, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Il.22.339; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od.3.259; of fire, consume, Q.S.1.2. Rev.Phil.46.129 (Isaura): metaph., καταδάπτετ' ἀκούοντος φίλον ἦτορ, like δαίεται ἦτορ, Od.16.92.
German (Pape)
[Seite 1345] zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Übertr., καταδάπτεται ἦτορ Od. 16, 92.
French (Bailly abrégé)
déchirer, dévorer.
Étymologie: κατά, δάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δάπτω verscheuren:; μή με ἔα … κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν laat niet toe dat de honden van de Achaeërs me verscheuren Il. 22.339; overdr.: μευ καταδάπτετ’ ἀκούοντος φίλον ἦτορ als ik jou hoor, wordt mijn dierbare hart verscheurd Od. 16.92.
Russian (Dvoretsky)
καταδάπτω: разрывать, растерзывать (τόνγε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Hom.): μευ καταδάπτεται ἀκούοντος φίλον ἦτορ Hom. сердце мое разрывается, когда я слышу (все это).
Greek (Liddell-Scott)
καταδάπτω: μέλλ. -δάψω, κατεσθίω, κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται ἦτορ Π. 92.
English (Autenrieth)
aor. κατέδαψαν: tear, devour; met., ἦτορ καταδάπτεται, Od. 16.92.
Greek Monolingual
καταδάπτω (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δάπτω «καταβροχθίζω»].
Greek Monotonic
καταδάπτω: μέλ. -ψω, σχίζω σε κομμάτια, καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fut. -ψω
to rend in pieces, devour, Hom.: metaph. in Mid., καταδάπτεται ἦτορ Od.