ὑπολαΐς: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypolais
|Transliteration C=ypolais
|Beta Code=u(polai/+s
|Beta Code=u(polai/+s
|Definition=<b class="b3">ΐδος, ἡ,</b> an unknown small bird, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>564a2</span>, cf. <span class="bibl">592b22</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιλαΐς]]), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.17.9</span>, <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>100</span> (cj.), Hsch.; also ὑποληΐς, Id.
|Definition=ΐδος, ἡ, an unknown small bird, Arist.''HA''564a2, cf. 592b22 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιλαΐς]]), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.17.9, Antig.''Mir.''100 (cj.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also [[ὑποληΐς]], Id.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολᾱΐς Medium diacritics: ὑπολαΐς Low diacritics: υπολαΐς Capitals: ΥΠΟΛΑΪΣ
Transliteration A: hypolaḯs Transliteration B: hypolais Transliteration C: ypolais Beta Code: u(polai/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, an unknown small bird, Arist.HA564a2, cf. 592b22 (v.l. ἐπιλαΐς), Thphr. CP 2.17.9, Antig.Mir.100 (cj.), Hsch.; also ὑποληΐς, Id.

German (Pape)

[Seite 1222] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr.

French (Bailly abrégé)

[ᾱ] ΐδος (ἡ),
pouillot, oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid, ARSTT. HA 6.7.5, THPHR. CP 2.17.9.
Étymologie: ὑπό, λᾶς.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολᾱΐς: ΐδος ἡ каменка (птица Saxicola oenante) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολᾱΐς: ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται ἐπιλαΐς)· ὁ δὲ τύπος ὑπολωΐς, εἶναι διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπολαΐς· ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».

Greek Monolingual

η / ὑπολαΐς, -ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. λαιός (Ι) «πετροκότσυφας» (πρβλ. και ἐπιλαΐς). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. hypolais].

Frisk Etymology German

ὑπολαΐς: {hupolaḯs}
See also: s. λᾶας.
Page 2,972