αἰώρημα: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aiorima | |Transliteration C=aiorima | ||
|Beta Code=ai)w/rhma | |Beta Code=ai)w/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class=" | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which is [[hang|hung]] up or [[hover]]s, Lyc.1080.<br><span class="bld">2</span> [[hanging]] [[cord]], [[halter]], E.''Hel.''353 (lyr.); [[hanging]] [[sling]]s or [[chain]]s, Id.''Or.''984 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carga]] ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.<i>Supp</i>.1047.<br /><b class="num">2</b> [[cuerda]], [[dogal]] φόνιον [[αἰώρημα]] E.<i>Hel</i>.353<br /><b class="num">•</b>[[cadenas]] de oro que sujetaban la tierra, E.<i>Or</i>.983.<br /><b class="num">3</b> [[colgajo]] τόργοισιν [[αἰώρημα]] ... [[δέμας]] cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres</i> Lyc.1080. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[objet suspendu]];<br /><b>2</b> ce qui sert à suspendre (corde, câble, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἰωρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰώρημα:''' ατος τό подвешенное: φόνιον αἰ. Eur. смертельная петля (для повешения). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰώρημα:''' -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· [[σχοινί]] που κρέμεται [[μετέωρο]], [[αγχόνη]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[αἰωρέω]]<br />that [[which]] is hung up: a [[hanging]] [[cord]], a [[halter]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is hung up or hovers, Lyc.1080.
2 hanging cord, halter, E.Hel.353 (lyr.); hanging slings or chains, Id.Or.984 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 carga ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.Supp.1047.
2 cuerda, dogal φόνιον αἰώρημα E.Hel.353
•cadenas de oro que sujetaban la tierra, E.Or.983.
3 colgajo τόργοισιν αἰώρημα ... δέμας cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres Lyc.1080.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet suspendu;
2 ce qui sert à suspendre (corde, câble, etc.).
Étymologie: αἰωρέω.
Russian (Dvoretsky)
αἰώρημα: ατος τό подвешенное: φόνιον αἰ. Eur. смертельная петля (для повешения).
Greek (Liddell-Scott)
αἰώρημα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) σχοινίον κρεμάμενον, ἀγχόνη, Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. κουφίζω, ΙΙ.1.
Greek Monolingual
το (Α αἰώρημα) αἰωρῶ
1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα
2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς)
αρχ.
αγχόνη, βρόχος
νεοελλ.
η αιώρηση ως γυμναστική άσκηση.
Greek Monotonic
αἰώρημα: -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· σχοινί που κρέμεται μετέωρο, αγχόνη, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from αἰωρέω
that which is hung up: a hanging cord, a halter, Eur.