χηλαργός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chilargos | |Transliteration C=chilargos | ||
|Beta Code=xhlargo/s | |Beta Code=xhlargo/s | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[χαλαργός]], όν, ([[χηλή]]) [[with fleet hoofs]], <b class="b3">χ. ἅμιλλαι</b> the racing [[of fleet horses]], S.''El.''861 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. χαλαργός, όν, (χηλή) with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.
Greek Monolingual
-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].
Greek Monotonic
χηλαργός: Δωρ. χᾱλ-, -όν (χηλή), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, χηλαργοὶ ἅμιλλαι, αγώνας γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.