νεότευκτος: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neotefktos | |Transliteration C=neotefktos | ||
|Beta Code=neo/teuktos | |Beta Code=neo/teuktos | ||
|Definition= | |Definition=νεότευκτον, [[newly wrought]], κασσίτερος Il.21.592; εἰκών ''Epigr.Gr.''311 (Smyrna). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τεύχω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[nouvellement fabriqué]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τεύχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεότευκτος:''' [[вновь изготовленный]]: κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Hom. новая оловянная кнемида (поножа). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεότευκτος:''' -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, [[μόλις]] κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νεότευκτος:''' -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, [[μόλις]] κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεό-τευκτος, ον,<br />[[newly]] [[wrought]], Il. | |mdlsjtxt=νεό-τευκτος, ον,<br />[[newly]] [[wrought]], Il. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[νεοκατασκευασμένος]]). Ἀπό τό [[νέος]] + [[τεύχω]] (=[[κατασκευάζω]]) τοῦ [[τυγχάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[νέος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
νεότευκτον, newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: νέος, τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
νεότευκτος: вновь изготовленный: κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Hom. новая оловянная кнемида (поножа).
Greek (Liddell-Scott)
νεότευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, κασσίτερος Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
English (Autenrieth)
(τεύχω): newly wrought, Il. 21.592†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεότευκτος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος χρυσό-τευκτος].
Greek Monotonic
νεότευκτος: -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, μόλις κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νεό-τευκτος, ον,
newly wrought, Il.
Mantoulidis Etymological
(=νεοκατασκευασμένος). Ἀπό τό νέος + τεύχω (=κατασκευάζω) τοῦ τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη νέος.