πλημμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plimmelima
|Transliteration C=plimmelima
|Beta Code=plhmme/lhma
|Beta Code=plhmme/lhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fault, trespass</b>, εἰς τοὺς θεούς <span class="bibl">Aeschin.3.106</span> (pl.), cf. <span class="bibl">LXX<span class="title">Je.</span>2.5</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span> 1.188 S. (pl.), <span class="bibl">Gal.<span class="title">Anim.Pass.</span>2.3</span> (pl.), etc.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[fault]], [[trespass]], εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. [[LXX]] ''Je.''2.5, Phld.''Rh.'' 1.188 S. (pl.), Gal.''Anim.Pass.''2.3 (pl.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] τό, = [[πλημμέλεια]]; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς [[αὐτοῦ]] πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] τό, = [[πλημμέλεια]]; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς [[αὐτοῦ]] πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[faute]], [[offense]];<br /><b>2</b> [[gain illégitime]].<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] [[wandaad]], [[misdaad]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλημμέλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[ошибка]], [[неправильность]] (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[противозаконная нажива]] Isocr.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράπτωμα]], [[σφάλμα]] («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[αδίκημα]] που επισύρει [[ποινή]] φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 [[χρόνια]] ή [[ποινή]] χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον [[συνήθως]], σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]], προκειμένου για εφήβους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλημμέλημα:''' -ατος, τό, [[παράπτωμα]], [[αμαρτία]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμέλημα''': τό, [[παράπτωμα]], [[ἁμαρτία]], εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.
|lstext='''πλημμέλημα''': τό, [[παράπτωμα]], [[ἁμαρτία]], εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faute, offense;<br /><b>2</b> gain illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
|mdlsjtxt=[[πλημμέλημα]], ατος, τό, [from [[πλημμελέω]]<br />a [[fault]], [[trespass]], Aeschin.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράπτωμα]], [[σφάλμα]] («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[αδίκημα]] που επισύρει [[ποινή]] φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 [[χρόνια]] ή [[ποινή]] χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον [[συνήθως]], σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]], προκειμένου για εφήβους.
|woodrun=[[fault]], [[sin]]
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXX Je.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλημα: ατος τό
1 ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);
2 противозаконная нажива Isocr.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.

Greek Monotonic

πλημμέλημα: -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

Middle Liddell

πλημμέλημα, ατος, τό, [from πλημμελέω
a fault, trespass, Aeschin.

English (Woodhouse)

fault, sin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)