ὀνοματώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomatodis
|Transliteration C=onomatodis
|Beta Code=o)nomatw/dhs
|Beta Code=o)nomatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the nature of a name</b>: <b class="b3">λόγος ὀ</b>. a <b class="b2">nominal</b> definition, Arist.<span class="title">AP</span>0.93b31.</span>
|Definition=ὀνοματῶδες, [[of the nature of a name]]: <b class="b3">λόγος ὀ.</b> a [[nominal]] definition, Arist.''AP''0.93b31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰτώδης:''' [[похожий на название]], [[имеющий характер имени]]: [[λόγος]] ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄνομα]], [[λόγος]] [[ὀνοματώδης]], ὁρισμὸς [[ὀνοματικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
|lstext='''ὀνομᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄνομα]], [[λόγος]] [[ὀνοματώδης]], ὁρισμὸς [[ὀνοματικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀνοματώδης]], -ῶδες) [[όνομα]]<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το [[είδος]], [[κατά]] τη [[μορφή]] του ονόματος, της λέξης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀνοματώδης]] [[ὁρισμός]]» — [[ορισμός]] που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, [[επομένως]] [[ατελής]], [[διότι]] δεν περιέχει το ουσιώδες [[περιεχόμενο]] της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. [[μεγαλοψυχία]] σημαίνει το να έχει [[κανείς]] [[μεγάλη]] [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνομα, [[ονοματικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτώδης Medium diacritics: ὀνοματώδης Low diacritics: ονοματώδης Capitals: ΟΝΟΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: onomatṓdēs Transliteration B: onomatōdēs Transliteration C: onomatodis Beta Code: o)nomatw/dhs

English (LSJ)

ὀνοματῶδες, of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.

German (Pape)

[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτώδης: похожий на название, имеющий характер имени: λόγος ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.