ἱππάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἱππάσιμος
|Full diacritics=ἱππᾰ́σιμος
|Medium diacritics=ἱππάσιμος
|Medium diacritics=ἱππάσιμος
|Low diacritics=ιππάσιμος
|Low diacritics=ιππάσιμος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippasimos
|Transliteration C=ippasimos
|Beta Code=i(ppa/simos
|Beta Code=i(ppa/simos
|Definition=[ᾰ], η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for horses]], [[fit for riding]], <b class="b3">Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην</b>, opp. [[ἄνιππος]], <span class="bibl">Hdt.2.108</span>, cf. <span class="bibl">5.63</span>,<span class="bibl">9.13</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>1.4.14</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.6.6</span>, <span class="bibl">Plb.10.49.5</span>, <span class="bibl">Onos.31.1</span>, etc.; <b class="b3">τὸ ἱππάσιμον</b>, i.e. <b class="b3">τὸ πεδινόν</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.2.12</span>; τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν <span class="bibl">Aen.Tact.8.4</span>: metaph., <b class="b3">τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον</b> allowing himself to [[be ridden]] by flatterers, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>23</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], η, ον, [[fit for horses]], [[fit for riding]], [[suitable for horses]], [[fit to ride]], [[rideable]], [[one who can be maneuvered]], [[one who can be overpowered]], Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. [[ἄνιππος]], [[Herodotus|Hdt.]]2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; [[τὸ ἱππάσιμον]], i.e. τὸ [[πεδινός|πεδινόν]] = [[ground suitable for cavalry]], X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας [[ἄνιππος|ἄνιππα]] ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν [[ἄνεικος|ἀνεικὼς]] ἱππάσιμον [[allow]]ing himself to [[be ridden]] by [[flatterer]]s, Plu.Alex.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Ggstz [[ἄνιππος]], Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἄνιππος]], Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> [[où l'on peut aller à cheval]] ; [[τὸ ἱππάσιμον]] XÉN [[terrain bon pour aller à cheval]];<br /><b>2</b> [[qui se laisse monter comme un cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππάσῐμος:''' и 3 (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[удобный для верховой езды]], [[удобопроходимый для конницы]] ([[Αἴγυπτος]] Her.; [[χώρα]] Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[которого легко оседлать]], [[легко управляемый]], [[податливый]] (τοῖς κόλαξιν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππάσιμος''': ᾰ, η, ον, ([[ἱππάζομαι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ [[ἄνιππος]] γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
|lstext='''ἱππάσιμος''': ᾰ, η, ον, ([[ἱππάζομαι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ [[ἄνιππος]] γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· [[τὸ ἱππάσιμον]], δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τὸ ἱππάσιμον]]<br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππάσιμος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἱππάζομαι]]), [[κατάλληλος]] για άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν [[ἱππάσιμος]], «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἱππάσιμος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἱππάζομαι]]), [[κατάλληλος]] για άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν [[ἱππάσιμος]], «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππάσῐμος:''' и 3 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы ([[Αἴγυπτος]] Her.; [[χώρα]] Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾰ́σιμος Medium diacritics: ἱππάσιμος Low diacritics: ιππάσιμος Capitals: ΙΠΠΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hippásimos Transliteration B: hippasimos Transliteration C: ippasimos Beta Code: i(ppa/simos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, fit for horses, fit for riding, suitable for horses, fit to ride, rideable, one who can be maneuvered, one who can be overpowered, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν = ground suitable for cavalry, X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.

German (Pape)

[Seite 1258] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Gegensatz ἄνιππος, Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;
2 qui se laisse monter comme un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱππάσῐμος: и 3 (ᾰ)
1 удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы (Αἴγυπτος Her.; χώρα Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);
2 перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππάσιμος: ᾰ, η, ον, (ἱππάζομαι) κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ ἄνιππος γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) ιππάζομαι
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).

Greek Monotonic

ἱππάσιμος: [ᾰ], -η, -ον (ἱππάζομαι), κατάλληλος για άλογα, κατάλληλος για ιππασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἱππάσιμος, «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἱππᾰ́σιμος, η, ον ἱππάζομαι
fit for horses, fit for riding, Hdt., Xen.:—metaph., κόλαξιν ἱππάσιμος ridden by flatterers, Plut.

English (Woodhouse)

good for riding, suitable for cavalry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)