κατακρεμάννυμι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakremannymi | |Transliteration C=katakremannymi | ||
|Beta Code=katakrema/nnumi | |Beta Code=katakrema/nnumi | ||
|Definition=[[hang up]], κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; <b class="b3">τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ.</b> Hdt.2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6: in med. sense, <b class="b3">κατακρεμάσασα… τόξα</b> [[having hung]] the bow [[on herself]], h.Hom.27.16: Ep.Subj., ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.''Fr.''74.42:—Pass., [[hang down]], [[be suspended]], Hp.''Fract.''21; κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26. | |Definition=[[hang up]], κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; <b class="b3">τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6: in med. sense, <b class="b3">κατακρεμάσασα… τόξα</b> [[having hung]] the bow [[on herself]], h.Hom.27.16: Ep.Subj., ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.''Fr.''74.42:—Pass., [[hang down]], [[be suspended]], Hp.''Fract.''21; κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
hang up, κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Hdt.2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6: in med. sense, κατακρεμάσασα… τόξα having hung the bow on herself, h.Hom.27.16: Ep.Subj., ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.Fr.74.42:—Pass., hang down, be suspended, Hp.Fract.21; κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρεμάννυμι), herabhangen lassen, aufhängen; ἔνθα κατακρεμάσασα τόξα καὶ ἰοὺς ἡγεῖται H. h. 27, 16; κατακεκρέμασμαι D. Sic. 18, 26.
French (Bailly abrégé)
ao. κατεκρέμασα, Pass. pf. κατακεκρέμασμαι;
suspendre.
Étymologie: κατά, κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρεμάννυμι, act. met acc., causat. doen hangen, ophangen, met ἔκ + gen.:; κὰδ δ’ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα hij hing de lier aan de haak op Od. 8.67; met κατά + gen.:; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κατακρεμάσαι het lijk aan de muur te hangen Hdt. 2.121γ.1; pass. intrans. hangen; met ἔκ + gen. aan.
Russian (Dvoretsky)
κατακρεμάννῡμι: (fut. κατακρεμάσω; aor. κατεκρέμασα) подвешивать, привешивать (ἐκ πασσαλόφιν φόρμιγγα Hom. - in tmesi; τόξα καὶ ἰούς HH; τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τεῖχεος Her.); pass. pf. быть подвешенным, висеть (διὰ κρίκων κατακεκρέμαστο στέμμα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακρεμάννυμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ πρὸς τὰ κάτω, κάδ δ’ πασσαλόφιν κρέμασε φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Ἡρόδ. 2. 121, 3· ἐν Ὁμ. Ὕμν. 27. 16, κεῖται ἐπὶ μέσης σημασίας, κατακρεμάσασα… τόξα, κρεμάσασα τὰ τόξα ἐξ ἑαυτῆς.― Παθ., εἶμαι κρεμασμένος πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, Διόδ. 18. 26· πρβλ. τὸ προηγ.
Greek Monolingual
κατακρεμάννυμι (Α)
κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
κατακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -κρέμασω
1. to hang up, Od., Hdt.
B. κατακρέμαμαι Pass. to hang down, be suspended, Hdt. </entry>