Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopleos
|Transliteration C=ypopleos
|Beta Code=u(po/pleos
|Beta Code=u(po/pleos
|Definition=ον, Att. ὑποπλέως, ων, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full</b>, c. gen., <b class="b3">ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ</b>. am still afraid, <span class="bibl">Hdt.7.47</span>; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span> 4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">filled underhand</b>, ἀργυρίων <span class="bibl">Timocr.1.10</span>.</span>
|Definition=ὑπόπλεον, Att. [[ὑποπλέως]], ων,<br><span class="bld">A</span> [[full]], c. gen., [[ἔτι]].. δείματός εἰμι ὑ. I am [[still]] [[afraid]], [[Herodotus|Hdt.]]7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.''Somn.'' 4.<br><span class="bld">2</span> [[fill]]ed [[underhand]], ἀργυρίων Timocr.1.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[presque plein]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεος:''' атт. [[ὑπόπλεως]] 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόπλεως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπόπλεος, ον,<br />[[pretty]] [[full]], c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am [[somewhat]] [[afraid]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεος Medium diacritics: ὑπόπλεος Low diacritics: υπόπλεος Capitals: ΥΠΟΠΛΕΟΣ
Transliteration A: hypópleos Transliteration B: hypopleos Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/pleos

English (LSJ)

ὑπόπλεον, Att. ὑποπλέως, ων,
A full, c. gen., ἔτι.. δείματός εἰμι ὑ. I am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4.
2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.

German (Pape)

[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεος: атт. ὑπόπλεως 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.

Greek Monotonic

ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπόπλεος, ον,
pretty full, c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am somewhat afraid, Hdt.