ἐσύστερον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=esysteron
|Transliteration C=esysteron
|Beta Code=e)su/steron
|Beta Code=e)su/steron
|Definition=Adv. for <b class="b3">εἰς ὕστερον</b>, [[hereafter]], Od.12.126, Hdt.5.41: better written divisim.
|Definition=Adv. for <b class="b3">εἰς ὕστερον</b>, [[hereafter]], Od.12.126, [[Herodotus|Hdt.]]5.41: better written divisim.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσύστερον Medium diacritics: ἐσύστερον Low diacritics: εσύστερον Capitals: ΕΣΥΣΤΕΡΟΝ
Transliteration A: esýsteron Transliteration B: esysteron Transliteration C: esysteron Beta Code: e)su/steron

English (LSJ)

Adv. for εἰς ὕστερον, hereafter, Od.12.126, Hdt.5.41: better written divisim.

German (Pape)

[Seite 1045] wird besser ἐς ὕστερον geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

ἐσύστερον: эп. = εἰς ὕστερον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσύστερον: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἐς ὕστερον, μετὰ ταῦτα, Ὀδ. Μ. 126 (ἔνθα νῦν γράφεται διῃρημένως ἐς ὕστερον), Ἡρόδ. 5. 41.

Greek Monolingual

ἐσύστερον (Α)
(επίρρ. αντί ἐς ὕστερον) στο μέλλον, από 'δω και πέρα, ύστερα, κατόπιν («ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῦσα γυνή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες ύστερον].

Greek Monotonic

ἐσύστερον: επίρρ. αντί εἰς ὕστερον, από εδώ κι εμπρός, στο εξής, εφεξής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.