τρίπολις: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Ion. ιος" to "Ion. -ιος")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tripolis
|Transliteration C=tripolis
|Beta Code=tri/polis
|Beta Code=tri/polis
|Definition=-εως, Ion. [[ιος]], ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with three cities]], [[νᾶσος]], of Rhodes, Pi.''O.''7.18, cf. Scyl.99, al.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">Τρίπολις, ἡ,</b> [[league of three cities]], as in [[Achaea]], Plb.4.81.7, etc.; in Arcadia, Paus.8.27.4; in Phoenicia, D.S.16.41, etc.<br><span class="bld">II</span> a kind of cake, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
|Definition=-εως, Ion. -ιος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with three cities]], [[νᾶσος]], of Rhodes, Pi.''O.''7.18, cf. Scyl.99, al.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">Τρίπολις, ἡ,</b> [[league of three cities]], as in [[Achaea]], Plb.4.81.7, etc.; in Arcadia, Paus.8.27.4; in Phoenicia, D.S.16.41, etc.<br><span class="bld">II</span> a kind of cake, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:57, 16 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπολις Medium diacritics: τρίπολις Low diacritics: τρίπολις Capitals: ΤΡΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: trípolis Transliteration B: tripolis Transliteration C: tripolis Beta Code: tri/polis

English (LSJ)

-εως, Ion. -ιος, ὁ, ἡ,
A with three cities, νᾶσος, of Rhodes, Pi.O.7.18, cf. Scyl.99, al.
2 Τρίπολις, ἡ, league of three cities, as in Achaea, Plb.4.81.7, etc.; in Arcadia, Paus.8.27.4; in Phoenicia, D.S.16.41, etc.
II a kind of cake, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1146] ὁ, ἡ, 1) drei Städte habend, νῆσος Pind. Ol. 7, 18. – 2) ἡ τρίπολις, die Dreistadt, Verein dreier Städte; s. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ὁ, ἡ)
qui contient trois villes.
Étymologie: τρεῖς, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπολις -εως [τρι-, πόλις] met drie steden.

Russian (Dvoretsky)

τρίπολις: εως, ион. ιος adj. имеющий три города: νᾶσος τ. Pind. = Ῥόδος.

English (Slater)

τρῐπολις with three cities τρίπολιν νᾶσον (i. e. Rhodes, with its three cities of Lindos, Kamiros, Ialysos) (O. 7.18)

Greek Monolingual

-όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. -όλιος Α
1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων
2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις
ονομασία διαφόρων πόλεων
νεοελλ.
άλλη ονομασία του πετρώματος τριπολίτιδα γη
αρχ.
1. αυτός που είχε τρεις πόλεις («τρίπολιν νᾱσον» — τη νήσο Ρόδο, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πέμματος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόλις. Η λ. χρησιμοποιήθηκε συχνά και ως τοπωνύμιο, ενώ, ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. tripoli (< Τρίπολις, πόλη της Λιβύης)].

Greek Monotonic

τρίπολις: -εως, Ιων. -ιος, , , αυτός που έχει τρεις πόλεις, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπολις: -εως, Ἰων. -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς πόλεις, νᾶσος τρ., ἡ Ρόδος, Πινδ. Ο. 7. 34. 2) Τρίπολις, ἡ, σύνδεσμος τριῶν πόλεων, ὡς ἐν τῇ Λακωνικῇ, Πολύβ. 4. 81, 7, κλπ.· ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 27, 4· ἐν Φοινίκῃ, Στέφ. Βυζ., κλπ. ΙΙ. «εἶδος πέμματος» Ἡσύχ.

Middle Liddell

τρί-πολις, εως,
with three cities, Pind.