κλεῖθρον: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kleithron | |Transliteration C=kleithron | ||
|Beta Code=klei=qron | |Beta Code=klei=qron | ||
|Definition=Ion. [[κλήϊθρον]], Att. [[κλῇθρον]], Dor. [[κλᾷθρον]] (v.infr.), τό, [[κλείω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[bar]] for [[closing]] a [[door]], in plural, κλῄθρων λυθέντων A.''Th.''396; [[διοίγειν]] κλῇθρα S.''OT''1287, cf. 1294; <b class="b3">κλῇθρα πύλης, κλῇθρα δόμων</b>, Id.''Ant.''1186, E.''HF''1029 (lyr.); κλῇθρα χαλάσθω Ar.''V.''1484; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.''Lys.''264; διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.''An.''7.1.17; σιδηρᾶ κλεῖθρα Pl.''Ax.''371b; sg., ἀμφιδέαι… ἀπὸ κλείθρου ''IG''22.1627.319.<br><span class="bld">2</span> [[boom]] of a [[harbour]], τοῦ λιμένος τὸ κλεῖθρον Aen.Tact.11.3: usually in plural, τὰ στόματα τῶν λιμένων [[φράττειν]] τοῖς κλείθροις Ph.''Bel.''94.42, cf. D.S.18.64; τὰ κλεῖθρα τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις</b> [[fence]]s, [[railing]]s, Gal.12.296.<br><span class="bld">II</span> = [[κλειθρία]], μεγάροιο διὰ κλήϊθρον ἔδυνεν ''h.Merc.''146.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">οἱ τὰ κλεῖθρα ἔχοντες</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς Πελοποννήσου</b>), of the [[Corinthians]], Str.8.6.20, cf. 9.4.15.<br><span class="bld">3</span> [[entrance]] of the [[windpipe]], Hp.''Morb.''2.28.<br><span class="bld">4</span> as placename, <b class="b3">ἐν τοῖς Κλᾴθροις</b> [[in the Narrows]], Mnemos.42.332 (Argos). | |Definition=Ion. [[κλήϊθρον]], Att. [[κλῇθρον]], Dor. [[κλᾷθρον]] (v.infr.), τό, [[κλείω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[bar]] for [[closing]] a [[door]], in plural, κλῄθρων λυθέντων A.''Th.''396; [[διοίγειν]] κλῇθρα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1287, cf. 1294; <b class="b3">κλῇθρα πύλης, κλῇθρα δόμων</b>, Id.''Ant.''1186, E.''HF''1029 (lyr.); κλῇθρα χαλάσθω Ar.''V.''1484; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.''Lys.''264; διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.''An.''7.1.17; σιδηρᾶ κλεῖθρα Pl.''Ax.''371b; sg., ἀμφιδέαι… ἀπὸ κλείθρου ''IG''22.1627.319.<br><span class="bld">2</span> [[boom]] of a [[harbour]], τοῦ λιμένος τὸ κλεῖθρον Aen.Tact.11.3: usually in plural, τὰ στόματα τῶν λιμένων [[φράττειν]] τοῖς κλείθροις Ph.''Bel.''94.42, cf. D.S.18.64; τὰ κλεῖθρα τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις</b> [[fence]]s, [[railing]]s, Gal.12.296.<br><span class="bld">II</span> = [[κλειθρία]], μεγάροιο διὰ κλήϊθρον ἔδυνεν ''h.Merc.''146.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">οἱ τὰ κλεῖθρα ἔχοντες</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς Πελοποννήσου</b>), of the [[Corinthians]], Str.8.6.20, cf. 9.4.15.<br><span class="bld">3</span> [[entrance]] of the [[windpipe]], Hp.''Morb.''2.28.<br><span class="bld">4</span> as placename, <b class="b3">ἐν τοῖς Κλᾴθροις</b> [[in the Narrows]], Mnemos.42.332 (Argos). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 18 September 2023
English (LSJ)
Ion. κλήϊθρον, Att. κλῇθρον, Dor. κλᾷθρον (v.infr.), τό, κλείω A)
A bar for closing a door, in plural, κλῄθρων λυθέντων A.Th.396; διοίγειν κλῇθρα S.OT1287, cf. 1294; κλῇθρα πύλης, κλῇθρα δόμων, Id.Ant.1186, E.HF1029 (lyr.); κλῇθρα χαλάσθω Ar.V.1484; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.Lys.264; διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.An.7.1.17; σιδηρᾶ κλεῖθρα Pl.Ax.371b; sg., ἀμφιδέαι… ἀπὸ κλείθρου IG22.1627.319.
2 boom of a harbour, τοῦ λιμένος τὸ κλεῖθρον Aen.Tact.11.3: usually in plural, τὰ στόματα τῶν λιμένων φράττειν τοῖς κλείθροις Ph.Bel.94.42, cf. D.S.18.64; τὰ κλεῖθρα τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d.
3 ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις fences, railings, Gal.12.296.
II = κλειθρία, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον ἔδυνεν h.Merc.146.
2 metaph., οἱ τὰ κλεῖθρα ἔχοντες (sc. τῆς Πελοποννήσου), of the Corinthians, Str.8.6.20, cf. 9.4.15.
3 entrance of the windpipe, Hp.Morb.2.28.
4 as placename, ἐν τοῖς Κλᾴθροις in the Narrows, Mnemos.42.332 (Argos).
German (Pape)
[Seite 1447] τό, ion. u. ep. κλήϊθρον, H. h. Merc. 146 u. Hippocr., Schloß, Riegel zum Verschließen (κλείω) der Thür; διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα Xen. An. 7, 1, 17; σιδηροῖς κλείθροις Plat. Ax. 371 b; στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε πύλαι Bass. 10 (VII, 391); steht auch noch bei Wellauer Aesch. Spt. 378, κλείθρων λυθέντων; sonst altatt. κλῇθρον, gew. im plur.; βοᾷ διοίγειν κλῇθρα Soph. O. R. 1287, vgl. 1294; κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης Ant. 1171; κλῇθρα πυλωμάτων, δόμων, Eur. Hipp. 808 Herc. f. 1029; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Ar. Lys. 264.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
serrure de porte ; τὰ κλεῖθρα les pentures, enveloppes des gonds sur lesquels elles tournent.
Étymologie: κλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεῖθρον -ου, τό, oud- Att. κλῇθρον, Ion. κλήιθρον, Dor. κλάϊθρον [κλείω] sluitboom, grendel, ook deur, meestal plur. geneesk. strottenhoofd.
Russian (Dvoretsky)
κλεῖθρον: ион. κλήϊθρον, староатт. κλῇθρον τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами.
Greek Monotonic
κλεῖθρον: Ιων. κλήϊθρον, Αττ. κλῇθρον, τό (κλείω), μοχλός για το κλείδωμα της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· κυρίως στο πληθ., όπως το Λατ. claustra, σε Τραγ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖθρον: Ἰων. κλήϊθρον, Ἀττ. κλῇθρον, τό· (κλείω). ― μοχλὸς πρὸς κλείδωμα θύρας, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 146· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς Λατ. claustra, clathra, κλῄθρων λυθέντων Αἰσχύλ. Θήβ. 396· διοίγειν κλῇθρα Σοφ. Ο. Τ. 1287, πρβλ. 1294· κλῇθρα πύλης, δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029· κλῇθρα χαλάσθω Ἀριστοφ. Σφ. 1484· κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 264· ὅτι δὲ οἱ μοχλοὶ οὗτοι ἦσαν ξύλινοι, φαίνεται ἐκ τοῦ Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17, διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα· ἀλλ’ ἔχομεν σιδηρᾶ κλ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχ. 371Β, πρβλ. κλεῖστρον. ΙΙ. τὸ ἄνοιγμα τοῦ λάρυγγος, ἡ εἴσοδος, Ἱππ. 470. 43 κἑξ.· οὕτω, τὰ κλ. τοῦ Πειραιέως Ἀθήν. 535C.
Middle Liddell
κλείω
a bar for closing a door, Hhymn.:—mostly in plural, like Lat. claustra, Trag., etc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κλείω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.