δυσπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(4)
 
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysparaklitos
|Transliteration C=dysparaklitos
|Beta Code=duspara/klhtos
|Beta Code=duspara/klhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inexorable</b>, Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>334</span>; τὸ δ. τοῦ τρόπου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.5.4</span> (v.l. δυσπαραιτ-).</span>
|Definition=δυσπαράκλητον, [[inexorable]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.''AJ''16.5.4 ([[varia lectio|v.l.]] δυσπαραιτ-).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.
}}
{{ls
|lstext='''δυσπαράκλητος''': -ον, [[ἀδυσώπητος]], ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράκλητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ) <i>τὸ δυσπαράκλητον</i><br />[[σκληρότητα]], [[ακαμψία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράκλητος Medium diacritics: δυσπαράκλητος Low diacritics: δυσπαράκλητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparáklētos Transliteration B: dysparaklētos Transliteration C: dysparaklitos Beta Code: duspara/klhtos

English (LSJ)

δυσπαράκλητον, inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).

Spanish (DGE)

-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.

Greek Monolingual

δυσπαράκλητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, σκληρός, άτεγκτος
2. (το ουδ. ως ουσ) τὸ δυσπαράκλητον
σκληρότητα, ακαμψία.