πλανύττω: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=planytto | |Transliteration C=planytto | ||
|Beta Code=planu/ttw | |Beta Code=planu/ttw | ||
|Definition== [[πλανάομαι]], [[wander about]], Ar.''Av.''3. | |Definition== [[πλανάομαι]], [[wander about]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:00, 21 September 2023
English (LSJ)
= πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανύττω [πλάνος] zwerven.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.