τρίπηχυς: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(nl)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tripichys
|Transliteration C=tripichys
|Beta Code=tri/phxus
|Beta Code=tri/phxus
|Definition=υ, gen. εος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three cubits long</b> or <b class="b2">tall</b>, ὕπερον τρίπηχυν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>423</span>; εἴδωλον τρίπηχυ <span class="bibl">Hdt.1.51</span>; παλλάδιον τρίπηχυ <span class="bibl">Apollod.3.12.3</span>; ῥῖνα τρίπηχυν <span class="title">AP</span>11.267; κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες <span class="bibl">Hdt.4.192</span>; κλῳῷ τριπήχει <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>235</span>; τόξα τριπήχη <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.2.28</span>; καταπάλτας τριπήχεις <span class="title">IG</span>22.1467.53, <span class="bibl">Plb.5.88.7</span>; ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100: metaph., ἔπη τριπήχη <span class="bibl">Crates Com. 19</span> (<b class="b3">ἐπεὶ</b> codd.Ath.):—also τριπήχης, ες, Hdn.Gr.<span class="bibl">1.82</span>.</span>
|Definition=υ, gen. εος, [[three cubits long]] or [[three cubits tall]], ὕπερον τρίπηχυν Hes.Op.423; εἴδωλον τρίπηχυ [[Herodotus|Hdt.]]1.51; παλλάδιον τρίπηχυ Apollod.3.12.3; ῥῖνα τρίπηχυν AP11.267; κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες [[Herodotus|Hdt.]]4.192; κλῳῷ τριπήχει E.Cyc.235; τόξα τριπήχη X.An.4.2.28; καταπάλτας τριπήχεις IG22.1467.53, Plb.5.88.7; ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100: metaph., [[ἔπη τριπήχη]] = [[three-cubit words]], Lat. [[sesquipedalia verba]], Crates Com. 19 ([[ἐπεὶ]] codd.Ath.):—also [[τριπήχης]], ες, Hdn.Gr.1.82.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; [[εἴδωλον]], Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; [[εἴδωλον]], Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εος;<br />long, large, <i>etc.</i> de trois coudées.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πῆχυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίπηχυς -υ, gen. -εος [τρι -, πῆχυς] [[van drie el]], [[drie el lang]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίπηχυς:''' 2, gen. υος размером в три пехия (т. е. ок. 1.4 м) Hes., Her., Eur., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.
|lstext='''τρίπηχυς''': υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[ὕψος]] τριῶν πήχεων, [[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - [[ὡσαύτως]] τριπήχης, ες, [[πῆχυς]], τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εος;<br />long, large, <i>etc.</i> de trois coudées.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πῆχυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />ο [[τρίπηχος]] (α. «[[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῆχυς]] (<b>πρβλ.</b> [[δίπηχυς]])].
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />ο [[τρίπηχος]] (α. «[[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῖοι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῆχυς]] (<b>πρβλ.</b> [[δίπηχυς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εος</i>, αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''τρίπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εος</i>, αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=τρίπηχυς -υ, gen. -εος [τρι -, πῆχυς] van drie el, drie el lang.
|mdlsjtxt=τρίπηχυς, υ,<br />[[three]] cubits [[long]] or [[tall]], Hdt., Attic
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπηχυς Medium diacritics: τρίπηχυς Low diacritics: τρίπηχυς Capitals: ΤΡΙΠΗΧΥΣ
Transliteration A: trípēchys Transliteration B: tripēchys Transliteration C: tripichys Beta Code: tri/phxus

English (LSJ)

υ, gen. εος, three cubits long or three cubits tall, ὕπερον τρίπηχυν Hes.Op.423; εἴδωλον τρίπηχυ Hdt.1.51; παλλάδιον τρίπηχυ Apollod.3.12.3; ῥῖνα τρίπηχυν AP11.267; κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες Hdt.4.192; κλῳῷ τριπήχει E.Cyc.235; τόξα τριπήχη X.An.4.2.28; καταπάλτας τριπήχεις IG22.1467.53, Plb.5.88.7; ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100: metaph., ἔπη τριπήχη = three-cubit words, Lat. sesquipedalia verba, Crates Com. 19 (ἐπεὶ codd.Ath.):—also τριπήχης, ες, Hdn.Gr.1.82.

German (Pape)

[Seite 1145] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; εἴδωλον, Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εος;
long, large, etc. de trois coudées.
Étymologie: τρεῖς, πῆχυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπηχυς -υ, gen. -εος [τρι -, πῆχυς] van drie el, drie el lang.

Russian (Dvoretsky)

τρίπηχυς: 2, gen. υος размером в три пехия (т. е. ок. 1.4 м) Hes., Her., Eur., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπηχυς: υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων μῆκοςὕψος τριῶν πήχεων, τρίπηχυς ὕπερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - ὡσαύτως τριπήχης, ες, πῆχυς, τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
ο τρίπηχος (α. «τρίπηχυς ὕπερος», Ησίοδ.
β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῖοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πῆχυς (πρβλ. δίπηχυς)].

Greek Monotonic

τρίπηχυς: -υ, γεν. -εος, αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

τρίπηχυς, υ,
three cubits long or tall, Hdt., Attic