λυτός: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "Plat" to "Plat") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lytos | |Transliteration C=lytos | ||
|Beta Code=luto/s | |Beta Code=luto/s | ||
|Definition= | |Definition=λυτή, λυτόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be untied]], Pl.''Ti.''41b, al.<br><span class="bld">II</span> [[that may be dissolved]], [[soluble]], <b class="b3">ὑφ' ὕδατος</b> ib.60d, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''383b13. Adv. [[λυτῶς]] = [[solubly]], Id.''PA''649a32.<br><span class="bld">III</span> of arguments and problems, [[refutable]], [[soluble]], Id.''Rh.''1357b13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui peut être résolu <i>ou</i> réfuté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λύω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui peut être résolu <i>ou</i> réfuté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущий быть разложенным]], [[разложимый]]: τὸ δεθὲν [[πᾶν]] λυτόν (''[[sc.]]'' ἐστι) Plat. все сложное разложимо;<br /><b class="num">2</b> [[растворимый]] (λ. ὑγρῷ Arst.);<br /><b class="num">3</b> рит. [[опровержимый]] ([[σημεῖον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠτός:''' -ή, -όν ([[λύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει [[κάποιος]], να ανατρέψει σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, [[ανατρέψιμος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''λῠτός:''' -ή, -όν ([[λύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει [[κάποιος]], να ανατρέψει σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, [[ανατρέψιμος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῠτός, ή, όν [λύω]<br /><b class="num">I.</b> that may be loosed or dissolved, Plat.<br /><b class="num">II.</b> of arguments, refutable, Arist. | |mdlsjtxt=λῠτός, ή, όν [λύω]<br /><b class="num">I.</b> [[that may be loosed or dissolved]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> of arguments, refutable, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:52, 26 September 2023
English (LSJ)
λυτή, λυτόν,
A that may be untied, Pl.Ti.41b, al.
II that may be dissolved, soluble, ὑφ' ὕδατος ib.60d, cf. Arist.Mete.383b13. Adv. λυτῶς = solubly, Id.PA649a32.
III of arguments and problems, refutable, soluble, Id.Rh.1357b13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut être résolu ou réfuté.
Étymologie: adj. verb. de λύω.
Russian (Dvoretsky)
λῠτός:
1 могущий быть разложенным, разложимый: τὸ δεθὲν πᾶν λυτόν (sc. ἐστι) Plat. все сложное разложимо;
2 растворимый (λ. ὑγρῷ Arst.);
3 рит. опровержимый (σημεῖον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠτός: -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, εὐδιάλυτος, ὑπό τινος αὐτόθι 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λυτός, -ή, -όν) λύω
νεοελλ.
1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος
2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
μσν.
απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον
2. αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει κάποιος εύκολα, ευδιάλυτος
3. (για επιχείρημα) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί.
επίρρ...
λυτά (Μ)
ελεύθερα, χωρίς δέσμευση.
Greek Monotonic
λῠτός: -ή, -όν (λύω)·
I. αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει κάποιος, να ανατρέψει σε Πλάτ.
II. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, ανατρέψιμος, σε Αριστ.
Middle Liddell
λῠτός, ή, όν [λύω]
I. that may be loosed or dissolved, Plat.
II. of arguments, refutable, Arist.