γλήχων: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_5)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glichon
|Transliteration C=glichon
|Beta Code=glh/xwn
|Beta Code=glh/xwn
|Definition=Dor. γλάχων, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[βλήχων]], </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">γ. ἀγρία</b>, = [[καλαμίνθη]] <span class="bibl">11</span>, Ps.-Dsc.3.35; = [[δίκταμνον]], ib.32.</span>
|Definition=Dor. [[γλάχων]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> v. [[βλήχων]],<br><span class="bld">II</span> [[γλήχων ἀγρία]] = [[καλαμίνθη]] ''ΙΙ'', Ps.-Dsc.3.35; = [[δίκταμνον]], ib.32.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ἡ) :<br />pouliot, sorte de menthe, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[βληχώ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλήχων]] -ωνος, ἡ zie [[γληχώ]].
}}
{{pape
|ptext=ωνος, ἡ, <i>H.h. Cer</i>. 209; Leon.Tar. 55 (VII.736), ion. = [[βλήχων]]; die Form γλήχω oder γληχώ ist nur acc., s. Lobeck zu Soph. <i>Aj</i>. p. 122f.
}}
{{elru
|elrutext='''γλήχων:''' дор. [[γλάχων]] (ᾱ), ион. [[βλήχων]], ωνος, [[varia lectio|v.l.]] [[βληχώ]], οῦς ἡ бот. [[полей]] (разновидность мяты [[Mentha pulegium]]) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
}}
{{grml
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[βλήχων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλήχων:''' Δωρ. [[γλάχων]], βλ. [[βλήχων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλήχων''': Δωρ. [[γλάχων]], ἡ, ἴδε ἐν λ. [[βλήχων]].
|lstext='''γλήχων''': Δωρ. [[γλάχων]], ἡ, ἴδε ἐν λ. [[βλήχων]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''γλήχων''': {glḗkhōn}<br />'''Forms''': dor. [[γλάχων]]<br />'''See also''': s. [[βλήχων]].<br />'''Page''' 1,312
}}
{{trml
|trtx====[[Mentha pulegium]]===
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: [[pennyroyal]]; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[puleium]], [[pulegium]]; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz
}}
}}

Latest revision as of 08:34, 16 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλήχων Medium diacritics: γλήχων Low diacritics: γλήχων Capitals: ΓΛΗΧΩΝ
Transliteration A: glḗchōn Transliteration B: glēchōn Transliteration C: glichon Beta Code: glh/xwn

English (LSJ)

Dor. γλάχων, ἡ,
A v. βλήχων,
II γλήχων ἀγρία = καλαμίνθη ΙΙ, Ps.-Dsc.3.35; = δίκταμνον, ib.32.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ἡ) :
pouliot, sorte de menthe, plante.
Étymologie: DELG cf. βληχώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλήχων -ωνος, ἡ zie γληχώ.

German (Pape)

ωνος, ἡ, H.h. Cer. 209; Leon.Tar. 55 (VII.736), ion. = βλήχων; die Form γλήχω oder γληχώ ist nur acc., s. Lobeck zu Soph. Aj. p. 122f.

Russian (Dvoretsky)

γλήχων: дор. γλάχων (ᾱ), ион. βλήχων, ωνος, v.l. βληχώ, οῦς ἡ бот. полей (разновидность мяты Mentha pulegium) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.

Greek Monolingual

βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.

Frisk Etymological English

See also: s. βλήχων.

Greek Monotonic

γλήχων: Δωρ. γλάχων, βλ. βλήχων.

Greek (Liddell-Scott)

γλήχων: Δωρ. γλάχων, ἡ, ἴδε ἐν λ. βλήχων.

Frisk Etymology German

γλήχων: {glḗkhōn}
Forms: dor. γλάχων
See also: s. βλήχων.
Page 1,312

Translations

Mentha pulegium

Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz