φαρμακίτης: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakitis
|Transliteration C=farmakitis
|Beta Code=farmaki/ths
|Beta Code=farmaki/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[drugged]] or [[medicated]], <b class="b3">δακτύλιος φ.</b> a ring [[containing poison]], Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. <b class="b3">φαρμακῖτις γῆ</b>, = [[ἀμπελῖτις]] ''ΙΙ'', Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also <b class="b3">ἡ φ.</b> (''[[sc.]]'' [[βίβλος]]) [[On Drugs]], title of lost work by Hippocrates, Hp.''Aff.''9.15, 28, al.; <b class="b3">φαρμακίτιδες βίβλοι</b>, by Andromachus, Gal.13.891.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀδηφάγος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[φαγεσωρῖτις]].
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[drugged]] or [[medicated]], [[δακτύλιος]] φαρμακίτης a [[ring]] [[containing poison]], Eup.87; [[οἶνος]] φαρμακίτης Semus 5a; fem. <b class="b3">φαρμακῖτις γῆ</b>, = [[ἀμπελῖτις]] ''ΙΙ'', Dsc.5.160; φαρμακῖτις σαύρα Aët.13.56; also <b class="b3">ἡ φαρμακῖτις</b> (''[[sc.]]'' [[βίβλος]]) [[On Drugs]], title of lost work by [[Hippocrates]], Hp.''Aff.''9.15, 28, al.; <b class="b3">φαρμακίτιδες βίβλοι</b>, by [[Andromachus]], Gal.13.891.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀδηφάγος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[φαγεσωρῖτις]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:25, 31 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκίτης Medium diacritics: φαρμακίτης Low diacritics: φαρμακίτης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: pharmakítēs Transliteration B: pharmakitēs Transliteration C: farmakitis Beta Code: farmaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A drugged or medicated, δακτύλιος φαρμακίτης a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φαρμακίτης Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις ΙΙ, Dsc.5.160; φαρμακῖτις σαύρα Aët.13.56; also ἡ φαρμακῖτις (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891.
II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις
(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους
4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις (Διοσκ.)
β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου του Ανδρομάχου (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].