irresistible: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
mNo edit summary |
||
Line 10: | Line 10: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδήριτος]], [[ | |sltx=[[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 7 November 2023
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Ar. and P. ἄμαχος (Plato), P. δυσπολέμητος, ἀνυπόστατος, P. and V. δύσμαχος, V. ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος.
not to be avoided: P. and V. ἄφυκτος.
impossible to deal with: P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).
Spanish > Greek
ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός