ὑπεροπλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(4b)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoplizomai
|Transliteration C=yperoplizomai
|Beta Code=u(peropli/zomai
|Beta Code=u(peropli/zomai
|Definition=(ὁπλίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vanquish by force of arms</b>, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο <span class="bibl">Od.17.268</span>, acc. to Aristarch.; others expld. it as <b class="b2">treat haughtily</b> or <b class="b2">scornfully</b>:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).</span>
|Definition=([[ὁπλίζω]]) [[vanquish by force of arms]], οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as [[treat haughtily]] or [[scornfully]]:—Act. in Suid. (-ῆσαι [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν [[τίς]] μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein [[ὑπέροπλος]] sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν [[τίς]] μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermütig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein [[ὑπέροπλος]] sein, übermütig u. frech sein, Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>opt. ao. poét. 3ᵉ sg.</i> ὑπεροπλίσσαιτο;<br />vaincre par la force des armes ; <i>sel. d'autres</i> traiter avec arrogance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέροπλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεροπλίζομαι:''' [[одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать]] (''[[sc.]]'' αὐλήν Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου.
|lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου.
}}
{{bailly
|btext=<i>opt. ao. poét. 3ᵉ sg.</i> ὑπεροπλίσσαιτο;<br />vaincre par la force des armes ; <i>sel. d’autres</i> traiter avec arrogance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέροπλος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπεροπλίζομαι:''' одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).
|mdlsjtxt=fut. ίσομαι 3rd sg. epic aor1 opt. -οπλίσσαιτο [[ὁπλίζω]]<br />Dep. to [[vanquish]] by [[force]] of [[arms]], or (from ὑπέροπλοσ) to [[treat]] [[scornfully]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροπλίζομαι Medium diacritics: ὑπεροπλίζομαι Low diacritics: υπεροπλίζομαι Capitals: ΥΠΕΡΟΠΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperoplízomai Transliteration B: hyperoplizomai Transliteration C: yperoplizomai Beta Code: u(peropli/zomai

English (LSJ)

(ὁπλίζω) vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermütig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermütig u. frech sein, Sp.

French (Bailly abrégé)

opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d'autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεροπλίζομαι: одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.

English (Autenrieth)

aor. opt. -σσαιτο: vanquish by force of arms; according to others, presumptuously blame, Od. 17.268†.

Greek Monolingual

Α ὑπέροπλος
υπερισχύω με τη δύναμη τών όπλων, κατανικώ ή, κατ' άλλους, συμπεριφέρομαι υπεροπτικά και αλαζονικά, περιφρονώ.

Greek Monotonic

ὑπεροπλίζομαι: (ὁπλίζω), μέλ. -ίσομαι· -οπλίσσαιτο, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., κατατροπώνω με τη δύναμη των όπλων ή (από το ὑπέροπλος), φέρομαι με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ίσομαι 3rd sg. epic aor1 opt. -οπλίσσαιτο ὁπλίζω
Dep. to vanquish by force of arms, or (from ὑπέροπλοσ) to treat scornfully, Od.