ἀνωτερικός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoterikos | |Transliteration C=anoterikos | ||
|Beta Code=a)nwteriko/s | |Beta Code=a)nwteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνωτερική, ἀνωτερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[upper]] in point of place, [[inland]] (v. [[ἄνω]] (B) A. 11.1f), ''Act.Ap.''19.1.<br><span class="bld">2</span> of a medicine, [[given by the mouth]], τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.<br><span class="bld">II</span> τὸ -κόν [[medicine which takes effect upwards]], [[emetic]], Hp.''Superf.''29, Gal.10.969. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> adj.<br /><b class="num">1</b> [[en la parte alta]], [[en el interior]] (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη <i>Act.Ap</i>.19.1.<br /><b class="num">2</b> medic. [[que se administra por vía oral]] τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.<br /><b class="num">II</b> subst. medic. τὸ ἀ. [[vomitivo]] Hp.<i>Superf</i>.29, Hp.<i>Steril</i>.217, Gal.10.969. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui agit par en haut]];<br /><b>2</b> [[situé dans l'intérieur des terres]];<br />[[NT]]: supérieur ; [[plus]] [[haut]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνώτερος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνωτερικός:''' [[лежащий выше или в глубине страны]] (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνωτερικός''': -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν. | |lstext='''ἀνωτερικός''': -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀνωτερικη, ἀνωτερικον ([[ἀνώτερος]]), [[upper]]: τά ἀνωτερικά μέρη, [[Hippocrates]] and) Galen.) | |txtha=ἀνωτερικη, ἀνωτερικον ([[ἀνώτερος]]), [[upper]]: τά ἀνωτερικά μέρη, [[Hippocrates]] and) Galen.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνωτερικός:''' -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό [[μέρος]] της χώρας, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνωτερικός:''' -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό [[μέρος]] της χώρας, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀνώτερος]]<br />[[upper]], [[inland]], NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¢nwterikÒj 安挪帖利可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':(屬)向上(的)<br />'''字義溯源''':上級的,較高的,在內的,上邊;源自([[ἀνώτερος]])=較高的),而 ([[ἀνώτερος]])出自([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])=上面), ([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])又出自([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 上邊(1) 徒19:1 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 15 November 2023
English (LSJ)
ἀνωτερική, ἀνωτερικόν,
A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1.
2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.
II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.
German (Pape)
[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l'intérieur des terres;
NT: supérieur ; plus haut.
Étymologie: ἀνώτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
English (Strong)
from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.
English (Thayer)
ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)
Greek Monolingual
ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.
Greek Monotonic
ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἀνώτερος
upper, inland, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nwterikÒj 安挪帖利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(屬)向上(的)
字義溯源:上級的,較高的,在內的,上邊;源自(ἀνώτερος)=較高的),而 (ἀνώτερος)出自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面), (ἄνω / ἀνεγκλησία)又出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 上邊(1) 徒19:1