ἀξιοπιστία: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό. | |mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[trustworthiness]]=== | |||
Azerbaijani: etibarlılıq, inamlılıq; Danish: troværdighed; Dutch: [[betrouwbaarheid]]; Esperanto: fidindeco; Finnish: luotettavuus; French: [[fiabilité]], [[de confiance]]; Greek: [[αξιοπιστία]]; Ancient Greek: [[ἀξιοπιστία]], [[πίστις]], [[τὸ πιστόν]]; Italian: [[fidatezza]], [[attendibilità]], [[affidabilità]]; Norwegian Bokmål: troverdighet; Russian: [[благонадёжность]]; Serbo-Croatian: pouzdanost, vjerodostojnost; Spanish: [[integridad]]; Swedish: trovärdighet, trovärde | |||
}} | }} |
Revision as of 06:11, 19 November 2023
English (LSJ)
ἡ,
A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc.
2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 credibilidad ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.Rh.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.Fig.1.17, Longin.16.2.
2 verosimilitud προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.BI 1.627.
3 crédito en transacciones comerciales, Tat.Orat.25.
German (Pape)
[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοπιστία: ἡ вероятность, правдоподобие (ἔν τινι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.
Greek Monolingual
η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
Translations
trustworthiness
Azerbaijani: etibarlılıq, inamlılıq; Danish: troværdighed; Dutch: betrouwbaarheid; Esperanto: fidindeco; Finnish: luotettavuus; French: fiabilité, de confiance; Greek: αξιοπιστία; Ancient Greek: ἀξιοπιστία, πίστις, τὸ πιστόν; Italian: fidatezza, attendibilità, affidabilità; Norwegian Bokmål: troverdighet; Russian: благонадёжность; Serbo-Croatian: pouzdanost, vjerodostojnost; Spanish: integridad; Swedish: trovärdighet, trovärde