στρουθίον: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] τό, 1) dim. von [[στρουθός]], Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) ''[[sc.]]'' [[ῥιζίον]], Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ [[βοτάνη]], Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] τό, 1) dim. von [[στρουθός]], Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, [[NT|N.T.]], z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) ''[[sc.]]'' [[ῥιζίον]], Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ [[βοτάνη]], Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 10:40, 23 November 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of
A στρουθός 1 (little sparrow, sparrow), Anaxandr.7, Arist.HA539b33, 613a29, LXX To.2.10, Ps.10(11).1, al., Ev.Matt.10.29, Gal.6.435; τὸ στρουθίον ἡ συκαλίς Id.15.882; στρουθίν, Glossaria
II στρούθιον, v. στρούθειος ΙΙΙ.
German (Pape)
[Seite 956] τό, 1) dim. von στρουθός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N.T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρουθίον -ου, τό, demin. van στρουθός musje.
Russian (Dvoretsky)
στρουθίον:
I τό воробышек, воробей Arst., NT.
II τό струтий (растение с красящим соком) Luc.
English (Strong)
diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow: sparrow.
English (Thayer)
στρουθίου, τό (diminutive of στρουθός), a little bird, especially of the sparrow sort, a sparrow: Aristotle, h. a. 5,2, p. 539{b}, 33; 9,7, p. 613{a}, 33; the Sept. for צִפּור.) (Cf. Tristram in B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sparrow; Survey of Western Palestine, 'Fauna and Flora,' p. 67f.)
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. στρουθί (II).
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), σμηκτρὶς βοτάνη, «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου ῥίζα Ἱππ. 571. 54· κλαδίσκος ἢ στέφανος ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται στρούθειον, (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.
Chinese
原文音譯:strouq⋯on 士特魯提按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:燕雀
字義溯源:小麻雀,麻雀;源自(στρουθίον)X*=麻雀)
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編:
1) 麻雀(4) 太10:29; 太10:31; 路12:6; 路12:7
French (New Testament)
ου (τὸ) moineau ; passereau, petit oiseau
στρουθός