Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθήμων: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efthimon
|Transliteration C=efthimon
|Beta Code=eu)qh/mwn
|Beta Code=eu)qh/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, (τίθημι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tidy in habits]], of animals, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616b23</span>, <span class="bibl">618b30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[harmonious]], ἀοιδή <span class="bibl">A.R.1.569</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[setting in order]], c. gen., <b class="b3">δμῳαὶ… δωμάτων εὐ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>84</span>.</span>
|Definition=εὐθήμον, gen. ονος, ([[τίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[tidy in habits]], of animals, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''616b23, 618b30.<br><span class="bld">2</span> [[harmonious]], ἀοιδή A.R.1.569.<br><span class="bld">II</span> Act., [[setting in order]], c. gen., <b class="b3">δμῳαὶ… δωμάτων εὐ.</b> A.''Ch.''84.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />qui met tout en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]].
|btext=ων, ον :<br />[[qui met tout en ordre]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθήμων:''' 2, gen. ονος adj. [[любящий порядок]], [[аккуратный]], [[опрятный]] (ἡ [[σίττη]] Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. [[рабыни]], держащие в порядке дом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη [[σίττη]]... [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]], [[γεμάτος]] ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε [[τάξη]] τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>α</i>-<i>θή</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. -<i>θη</i>-, του [[τίθημι]]) <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>θήμων</i>)].
|mltxt=[[εὐθήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη [[σίττη]]... [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]], [[γεμάτος]] ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε [[τάξη]] τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>α</i>-<i>θή</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. -<i>θη</i>-, του [[τίθημι]]) <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[υποθήμων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθήμων:''' 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ [[σίττη]] Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-θήμων, ονος, [[τίθημι]]<br />setting in [[order]], c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.
|mdlsjtxt=εὐ-θήμων, ονος, [[τίθημι]]<br />setting in [[order]], c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθήμων Medium diacritics: εὐθήμων Low diacritics: ευθήμων Capitals: ΕΥΘΗΜΩΝ
Transliteration A: euthḗmōn Transliteration B: euthēmōn Transliteration C: efthimon Beta Code: eu)qh/mwn

English (LSJ)

εὐθήμον, gen. ονος, (τίθημι)
A tidy in habits, of animals, Arist.HA616b23, 618b30.
2 harmonious, ἀοιδή A.R.1.569.
II Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ… δωμάτων εὐ. A.Ch.84.

German (Pape)

[Seite 1069] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend (τίθημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui met tout en ordre.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐθήμων: 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ σίττη Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθήμων: -ον, γεν. ονος, (τίθημι) καλῶς τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, εὔτακτος· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ σίττη... τὴν διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων καὶ εὐβίοτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, μετὰ γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.

Greek Monolingual

εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υποθήμων)].

Greek Monotonic

εὐθήμων: -ον, γεν. -ονος (τίθημι), αυτός που βάζει τα πράγματα σε τάξη, που τακτοποιεί, με γεν., δωμάτων εὔθ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-θήμων, ονος, τίθημι
setting in order, c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.