λεπάς: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepas
|Transliteration C=lepas
|Beta Code=lepa/s
|Beta Code=lepa/s
|Definition=λεπάδος, ἡ, [[limpet]], Alc.51 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, Arist.''HA''528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.''V.''105, cf. ''Pl.''1096.
|Definition=λεπάδος, ἡ, [[limpet]], Alc.51 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.''V.''105, cf. ''Pl.''1096.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:54, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπάς Medium diacritics: λεπάς Low diacritics: λεπάς Capitals: ΛΕΠΑΣ
Transliteration A: lepás Transliteration B: lepas Transliteration C: lepas Beta Code: lepa/s

English (LSJ)

λεπάδος, ἡ, limpet, Alc.51 (s.v.l.), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, Arist.HA528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096.

German (Pape)

[Seite 29] άδος, ἡ, eine einschalige Muschel, Napfschnecke, patella, die steh an Felsen, λέπας, fest ansaugt, Arist. H. A. 4, 4 part. anim. 4, 3 u. öfter; vgl. Ath. III, 85 f. Dah. übertr., τὸ γραΐδιον ὥσπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσίσχεται Ar. Plut. 1096, vgl. Vesp. 105.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lépas, coquillage univalve qui s'attache aux roches (Chantraine : patelle, bernique).
Étymologie: λέπας.

Russian (Dvoretsky)

λεπάς: άδος (ᾰδ) ἡ зоол. блюдечко (моллюск с одностворчатой раковиной, присасывающийся к скалам) Arst.: ὥσπερ λ. προσεχόμενος τῷ κίονι Arph. прислонившись к столбу словно моллюск (к скале).

Greek (Liddell-Scott)

λεπάς: -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα οὕτως ἐπειδὴ προσκολλᾶται εἰς λίπας, πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.

Greek Monolingual

η (Α λεπάς, -άδος) λέπας
όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα.

Greek Monotonic

λεπάς: -άδος, ἡ, πεταλίδα, αχιβάδα, ονομαζόμενη έτσι, επειδή προσκολλάται σε βράχο (λέπας), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λεπάς, άδος,
a limpet, from its clinging to the rock (λέπασ), Ar.