φίλυδρος: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_18) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filydros | |Transliteration C=filydros | ||
|Beta Code=fi/ludros | |Beta Code=fi/ludros | ||
|Definition= | |Definition=φίλυδρον, [[loving water]], of the horse, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''605a13; λάχανα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.5.1, cf. 6.7.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φίλυδρος:''' [[любящий воду]] (τὸ [[ζῷον]] Arst.; [[φυτόν]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλυδρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1. | |lstext='''φίλυδρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φίλυδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που αναπτύσσεται στο [[νερό]], που χρειάζεται πολύ [[νερό]] για να αναπτυχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υδρόφιλος]] («φίλυδρο [[βαμβάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φίλυδρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φίλυδρο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[φιλυδρίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός που του αρέσει το [[λουτρό]], το [[νερό]] («φιλόλουτρον τὸ [[ζῷον]] καὶ φίλυδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>), [[πρβλ]]. [[χέρσυδρος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
φίλυδρον, loving water, of the horse, Arist.HA605a13; λάχανα Thphr. HP 7.5.1, cf. 6.7.6.
German (Pape)
[Seite 1289] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.
Russian (Dvoretsky)
φίλυδρος: любящий воду (τὸ ζῷον Arst.; φυτόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φίλυδρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλυδρος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί
νεοελλ.
1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
3. το ουδ. ως ουσ. το φίλυδρο
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας φιλυδρίδες
αρχ.
(για άλογο) αυτός που του αρέσει το λουτρό, το νερό («φιλόλουτρον τὸ ζῷον καὶ φίλυδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -υδρος (< ὕδωρ, ὕδατος), πρβλ. χέρσυδρος].