ῥωγμή: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rogmi
|Transliteration C=rogmi
|Beta Code=r(wgmh/
|Beta Code=r(wgmh/
|Definition=ἡ,= [[ῥωγή]], [[fracture]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>3</span>; <b class="b3">ῥ. ξύλου</b> [[cleft]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 614b15</span>, cf. <span class="bibl">556a5</span>.
|Definition=ἡ, = [[ῥωγή]], [[fracture]], Hp.''VC''3; <b class="b3">ῥ. ξύλου</b> [[cleft]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 614b15, cf. 556a5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />déchirure, fente, crevasse.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[déchirure]], [[fente]], [[crevasse]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγμή:''' ἡ [[трещина]], [[расщелина]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥωγμή]], ΝΜΑ και [[ῥωχμή]] ΜΑ<br />[[επιμήκης]] επιφανειακή ή [[βαθιά]] [[σχισμή]] στερεού σώματος, [[διακοπή]] της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, [[σκάσιμο]], [[χάσμα]] (α. «[[μετά]] τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο [[έδαφος]]» β. «[[ῥωγμή]] ξύλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ρωγμή]] οστού»<br /><b>ιατρ.</b> [[γραμμοειδής]] [[διακοπή]] της συνέχειας οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τι</i>-<i>μή</i>). Ο τ. [[ῥωχμή]] [[κατά]] το [[ῥωχμός]]].
|mltxt=η / [[ῥωγμή]], ΝΜΑ και [[ῥωχμή]] ΜΑ<br />[[επιμήκης]] επιφανειακή ή [[βαθιά]] [[σχισμή]] στερεού σώματος, [[διακοπή]] της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, [[σκάσιμο]], [[χάσμα]] (α. «[[μετά]] τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο [[έδαφος]]» β. «[[ῥωγμή]] ξύλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ρωγμή]] οστού»<br /><b>ιατρ.</b> [[γραμμοειδής]] [[διακοπή]] της συνέχειας οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μή</i> ([[πρβλ]]. [[τιμή]]). Ο τ. [[ῥωχμή]] [[κατά]] το [[ῥωχμός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγμή:''' ἡ [[трещина]], [[расщелина]] Arst., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγμή Medium diacritics: ῥωγμή Low diacritics: ρωγμή Capitals: ΡΩΓΜΗ
Transliteration A: rhōgmḗ Transliteration B: rhōgmē Transliteration C: rogmi Beta Code: r(wgmh/

English (LSJ)

ἡ, = ῥωγή, fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγμή:трещина, расщелина Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.

Greek Monolingual

η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τιμή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].