ἐμφαντικός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "τινός" to "τινός") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emfantikos | |Transliteration C=emfantikos | ||
|Beta Code=e)mfantiko/s | |Beta Code=e)mfantiko/s | ||
|Definition=ἡ, όν, [[expressive]], [[indicative]], τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. ''Eloc.''283, A.D.''Pron.''8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης | |Definition=ἡ, όν, [[expressive]], [[indicative]], τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. ''Eloc.''283, A.D.''Pron.''8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης ἐμφαντικωτάτη ἡ [[πεντάς]] ''Theol.Ar.''27: abs., [[expressive]], [[vivid]], [[παράκλησις]] Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. [[ἐμφαντικῶς]] = [[vividly]], [[forcibly]], of a [[painter]], Plu.''Arat.''32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. ἐμφαντικώτερον Plb.12.27.10: Sup. ἐμφαντικώτατα Ph.1.50: also <b class="b3">ἐμφαντικῶς τοῦ κινδύνου</b> [[set forth|setting forth]] the [[danger]] [[clearly]], Plb.11.12.1.—[[ἐμφατικός]] ([[quod vide|q.v.]]) is a common v.l. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:48, 15 December 2023
English (LSJ)
ἡ, όν, expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης ἐμφαντικωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. ἐμφαντικῶς = vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. ἐμφαντικώτερον Plb.12.27.10: Sup. ἐμφαντικώτατα Ph.1.50: also ἐμφαντικῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.—ἐμφατικός (q.v.) is a common v.l.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφατικός q.u.
I 1sin rég. expresivo, enfático de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.Rh.1.119, ἀποσιώπησις ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.Il.9.44, ὀνόματα Aristid.Rh.2.133, Alex.Aphr.in Top.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.Paed.1.5.16
•neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.Rh.1.117.
2 gener. c. gen. que representa, que expresa πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.VP 67, Anatolius en Theol.Ar.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.Ar.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.Abst.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.Dial.Trin.5.563e
•indicativo de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994
•gram. expresivo, que expresa, que porta una categoría c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.Pron.8.9.
II adv. -ῶς con fuerza, con intensidad, enfáticamente τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes Cels.6.57, γράφειν Clem.Al.Strom.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10
•c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.Arat.32.
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφαντικός:
1 выражающий, обозначающий (πάθους τινός Plut.);
2 выразительный (παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμφαντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής
2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος
αρχ.
1. δηλωτικός, ενδεικτικός
2. εκφραστικός.
επίρρ...
εμφαντικώς, -ά
με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με έμφαση, ζωηρά, με δύναμη.