ἐπίσειστος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episeistos | |Transliteration C=episeistos | ||
|Beta Code=e)pi/seistos | |Beta Code=e)pi/seistos | ||
|Definition=ἐπίσειστον,<br><span class="bld">A</span> [[shaking]] or [[waving over]] the forehead, κόμη Luc. ''Gall.''26.<br><span class="bld">2</span>. [[ἐπίσειστος]], ὁ, a comic [[mask with hair hanging on the | |Definition=ἐπίσειστον,<br><span class="bld">A</span> [[shaking]] or [[waving over]] the [[forehead]], [[κόμη]] Luc. ''Gall.''26.<br><span class="bld">2</span>. [[ἐπίσειστος]], ὁ, a [[comic]] [[mask]] with [[hair]] hanging on the [[forehead]], Poll.4.146sq. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] herabgeschüttelt, [[κόμη]], herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ [[ἐπίσειστος]] eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] [[herabgeschüttelt]], [[κόμη]], herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ [[ἐπίσειστος]] eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 17:41, 16 January 2024
English (LSJ)
ἐπίσειστον,
A shaking or waving over the forehead, κόμη Luc. Gall.26.
2. ἐπίσειστος, ὁ, a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.
German (Pape)
[Seite 976] herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
secoué sur : κόμη LUC chevelure flottant sur le front.
Étymologie: ἐπισείω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσειστος: потрясаемый, колеблемый, развевающийся (κόμη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσειστος: -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) ἐπίσειστος, ὁ, κωμικὸν προσωπεῖον ἔχον κόμην κρεμαμένην ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Πολυδ. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίσειστος· εἶδος κουρᾶς».
Greek Monolingual
ἐπίσειστος, -ον (Α) επισείω
1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς»
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος
(στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο.
Greek Monotonic
ἐπίσειστος: -ον, αυτός που κυματίζει πάνω από το μέτωπο, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐπίσειστος, ον
waving over the forehead, Luc. [from ἐπισείω