κεραυνομάχης: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεραυνομάχης:''' дор. [[κεραυνομάχας]] adj. сражающийся громами ([[Ἔρως]] Anth.).
|elrutext='''κεραυνομάχης:''' дор. [[κεραυνομάχας]] adj. [[сражающийся громами]] ([[Ἔρως]] Anth.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 18:43, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομᾰ́χης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. κεραυνομάχας, ὁ, fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Russian (Dvoretsky)

κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat armé de la foudre.
Étymologie: κεραυνός, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνομάχας -ου Dor. [κεραυνός, μάχομαι] die met zijn bliksem strijdt.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντομάχης, οπλομάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.

Middle Liddell

κεραυνο-μάχης, ου, fighting with thunder, Anth.