Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκήπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκήπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για κάποιο [[κακό]]) [[ρίχνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πέσει («[[ἐπεὶ]] δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν [[τόδε]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον την [[υποχρέωση]] για [[κάτι]], [[ορίζω]] να κάνει ή να υποστεί [[κάτι]] («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>4.</b> [[εξορκίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[εντολή]], [[διαταγή]] ετοιμοθάνατου) [[αφήνω]] [[παραγγελία]] («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>7.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον με [[ορμή]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπισκήπτομαι</i><br />(ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγέλλω]] κάποιον για [[ψευδομαρτυρία]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[ένοχος]] για [[κάτι]], κατηγορούμαι για [[κάτι]] («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου [[μόρον]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκήπτω]] «[[υποστηρίζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πέσει»].
|mltxt=[[ἐπισκήπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για κάποιο [[κακό]]) [[ρίχνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πέσει («[[ἐπεὶ]] δὲ τὸ πρᾶγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν [[τόδε]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον την [[υποχρέωση]] για [[κάτι]], [[ορίζω]] να κάνει ή να υποστεί [[κάτι]] («Μοῖρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>4.</b> [[εξορκίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[εντολή]], [[διαταγή]] ετοιμοθάνατου) [[αφήνω]] [[παραγγελία]] («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>7.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον με [[ορμή]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπισκήπτομαι</i><br />(ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγέλλω]] κάποιον για [[ψευδομαρτυρία]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[ένοχος]] για [[κάτι]], κατηγορούμαι για [[κάτι]] («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου [[μόρον]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκήπτω]] «[[υποστηρίζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πέσει»].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπισκήπτω (AM)
1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾶγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.)
2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῖρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.)
3. διατάζω, προστάζω
4. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», Πλάτ.)
5. (για εντολή, διαταγή ετοιμοθάνατου) αφήνω παραγγελία («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», Ηρόδ.)
6. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα
7. πέφτω πάνω σε κάποιον με ορμή
8. μέσ. ἐπισκήπτομαι
(ως αττ. δικαν. όρος) καταγγέλλω κάποιον για ψευδομαρτυρία
9. παθ. είμαι ένοχος για κάτι, κατηγορούμαι για κάτι («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου μόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκήπτω «υποστηρίζω, κάνω κάτι να πέσει»].