ζυμώνω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] ζυμοῑ;», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) ενώνομαι με τη [[ζύμη]], ζυμώνομαι, [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br />β) [[προκαλώ]] αναβρασμό<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] τη διεργασία της πέψεως, [[χωνεύω]], [[υφίσταμαι]] τις πεπτικές ζυμώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ζυμώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]].
|mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] ζυμοῖ;», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) ενώνομαι με τη [[ζύμη]], ζυμώνομαι, [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br />β) [[προκαλώ]] αναβρασμό<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] τη διεργασία της πέψεως, [[χωνεύω]], [[υφίσταμαι]] τις πεπτικές ζυμώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ζυμώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ζυμῶ, -όω, Μ και ζυμώνω)
1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτήζυμώνω ψωμί»)
2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο»)
3. παρασκευάζω μίγμα με σύμμιξη διαφόρων υλών («ζυμώνω πυρίτιδα»)
4. μτφ. με ποικίλες ενέργειες προσπαθώ να διαμορφώσω μια κατάσταση ή ένα γεγονός («ζυμώνονται ακόμη οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)
5. παθ. ζυμώνομαι
χημ. υφίσταμαι ζύμωση, δηλ. τη χημική ενέργεια κατά την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται σιγά σιγά και αναπτύσσουν αέρια και αυτοθέρμανση («το κρασί ζυμώνεται στο βαρέλι»)
6. παροιμ. α) «οπού δεν θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την εργασία
β) «αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα κάθε δουλειά σου
γ) «το ζυμάρι όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η διαρκής φροντίδα ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του
αρχ.
1. προκαλώ ζύμωση σε κάτι, βάζω ζύμη σε κάτι για χημική επεξεργασία («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;», ΚΔ)
2. παθ. ζυμοῦμαι, -όομαι
α) ενώνομαι με τη ζύμη, ζυμώνομαι, υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
β) προκαλώ αναβρασμό
3. υφίσταμαι τη διεργασία της πέψεως, χωνεύω, υφίσταμαι τις πεπτικές ζυμώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ζυμώ < ζύμη.