καύχη: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων | |mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῖς ἀοιδά [[πρόσφορος]]» — για την ηρωική [[ποίηση]], <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, = καύχημα (boast, vaunt, subject of boasting), ἐπέων καύχας, of heroic verse, Pi. N. 9.7 (nisi leg. καυχᾶσσ', i.e. καυχάεσσα, Dor. fem. of καυχήεις).
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Prahlen, die Prahlerei, Pind. N. 9, 7, im plur.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
jactance.
Étymologie: καυχάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.
Greek Monolingual
καύχη, ἡ (Α) καυχώμαι
καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῖς ἀοιδά πρόσφορος» — για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.).
Greek Monotonic
καύχη: ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
καύχη: ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.