οπιπεύω: Difference between revisions
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπιπεύω]] και διάφ. τ. [[ὀπιπτεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]], [[κοιτάζω]] επίμονα, με [[περιέργεια]] («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], παραφυλάω<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[δελεάζω]], [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]] ( | |mltxt=[[ὀπιπεύω]] και διάφ. τ. [[ὀπιπτεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]], [[κοιτάζω]] επίμονα, με [[περιέργεια]] («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], παραφυλάω<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[δελεάζω]], [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]] («δολεροῖσιν ὀπιπευθεῖσαι ἔπεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> [[προσβλέπω]] με φόβο («τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀπιπεύομαι</i><br />έχω τον νου μου, [[αγρυπνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀπιπεύω]] αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. <i>ὀπῑπή</i>, το οποίο απαντά ως β' συνθετικό στη λ. <i>παρθεν</i>-<i>οπῖπα</i> (<b>πρβλ.</b> και τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ὀπίπα</i><br /><i>ἐξαπατᾷ</i>, <i>ἀπατέων ἤἀπατῶν</i>). Ο τ. <i>ὀπ</i>-<i>ῑπ</i>-<i>ή</i>, [[κατά]] μία [[άποψη]], εμφανίζει τη [[ρίζα]] <i>ok</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]]», με διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>οπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>ή</i>), ενώ το -<i>ῖ</i>- μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο [[φωνήεν]] του αρχ. ινδ. <i>ī</i><i>ksate</i> «βλέπει». Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ. ανάγεται σε τ. <i>opi</i>-<i>ә</i><sub>3</sub><i>k</i><sup>w</sup>, σύνθ. με το προρρηματικό <i>ὀπι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όπισθεν</i>) και με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ok</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
Greek Monolingual
ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α)
1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.)
2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω
3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῖσιν ὀπιπευθεῖσαι ἔπεσσιν», Μαν.)
4. προσβλέπω με φόβο («τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας», Ομ. Ιλ.)
5. μέσ. ὀπιπεύομαι
έχω τον νου μου, αγρυπνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπιπεύω αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. ὀπῑπή, το οποίο απαντά ως β' συνθετικό στη λ. παρθεν-οπῖπα (πρβλ. και τη γλώσσα του Ησύχ. ὀπίπα
ἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤἀπατῶν). Ο τ. ὀπ-ῑπ-ή, κατά μία άποψη, εμφανίζει τη ρίζα okw- «βλέπω», με διπλασιασμό (πρβλ. οπ-ωπ-ή), ενώ το -ῖ- μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο φωνήεν του αρχ. ινδ. īksate «βλέπει». Σύμφωνα με άλλη άποψη, τέλος, η λ. ανάγεται σε τ. opi-ә3kw, σύνθ. με το προρρηματικό ὀπι- (βλ. λ. όπισθεν) και με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας okw- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].