οικειότητα: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[οἰκειότης]], Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [[οικείος]]<br />ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή [[φιλία]], φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γνώση]] ενός αντικειμένου, [[εξοικείωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύπαρξη συγγενικών δεσμών [[μεταξύ]] προσώπων<br /><b>2.</b> γαμική [[συμβίωση]], [[γάμος]]<br /><b>3.</b> [[προσαρμογή]] στη [[φύση]] ή στο [[περιβάλλον]]<br /><b>4.</b> [[σύνθεση]] ή [[διαμόρφωση]] ιδεών<br /><b>5.</b> (σχετικά με αφηρημένα πράγματα) [[σχέση]] συνάφειας («οἰκειότητος [[ἀλλήλων]] τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]] ή για [[φράση]]) [[χρήση]] της κυριολεκτικής σημασίας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[μεταφορά]] («τὰ μὲν μεταφοραῑς, τὰ δ' οἰκειότησιν ἄλλαις γνώριμα... μηχανησάμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οἰκειότητες</i><br />φιλικές σχέσεις.
|mltxt=η (ΑΜ [[οἰκειότης]], Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [[οικείος]]<br />ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή [[φιλία]], φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γνώση]] ενός αντικειμένου, [[εξοικείωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύπαρξη συγγενικών δεσμών [[μεταξύ]] προσώπων<br /><b>2.</b> γαμική [[συμβίωση]], [[γάμος]]<br /><b>3.</b> [[προσαρμογή]] στη [[φύση]] ή στο [[περιβάλλον]]<br /><b>4.</b> [[σύνθεση]] ή [[διαμόρφωση]] ιδεών<br /><b>5.</b> (σχετικά με αφηρημένα πράγματα) [[σχέση]] συνάφειας («οἰκειότητος [[ἀλλήλων]] τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]] ή για [[φράση]]) [[χρήση]] της κυριολεκτικής σημασίας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[μεταφορά]] («τὰ μὲν μεταφοραῖς, τὰ δ' οἰκειότησιν ἄλλαις γνώριμα... μηχανησάμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οἰκειότητες</i><br />φιλικές σχέσεις.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) οικείος
ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις
νεοελλ.
γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση
αρχ.
1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ προσώπων
2. γαμική συμβίωση, γάμος
3. προσαρμογή στη φύση ή στο περιβάλλον
4. σύνθεση ή διαμόρφωση ιδεών
5. (σχετικά με αφηρημένα πράγματα) σχέση συνάφειας («οἰκειότητος ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως», Πλάτ.)
6. γραμμ. (για λέξη ή για φράση) χρήση της κυριολεκτικής σημασίας, σε αντιδιαστολή προς τη μεταφορά («τὰ μὲν μεταφοραῖς, τὰ δ' οἰκειότησιν ἄλλαις γνώριμα... μηχανησάμενος», Πλούτ.)
7. στον πληθ. αἱ οἰκειότητες
φιλικές σχέσεις.