προεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proekpipto
|Transliteration C=proekpipto
|Beta Code=proekpi/ptw
|Beta Code=proekpi/ptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fall]] or [[come out before]], [[precede]], τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>932b37</span>: metaph., [[get abroad before]], φήμη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span> 5</span>; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[go beyond limits]], <span class="bibl">Str.1.2.3</span>; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (<b class="b3">προσ-</b> cod.), cf.38.1.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[fall]] or [[come out before]], [[precede]], τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.''Pr.''932b37: metaph., [[get abroad before]], φήμη Plu.''Galb.'' 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e.<br><span class="bld">II</span> [[go beyond limits]], Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]] («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από τα όρια, [[ξεπερνώ]] το [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> διαδίδομαι, κοινολογούμαι [[προηγουμένως]] («[[λαλιά]] δὲ καὶ [[φήμη]] προεκπεσοῦσα [[πλήθος]] ἀνθρώπων ἤθροισε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[πέφτω]] έξω, [[εξορμώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]] («τὸ αἰδοῖον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από τα όρια, [[ξεπερνώ]] το [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> διαδίδομαι, κοινολογούμαι [[προηγουμένως]] («[[λαλιά]] δὲ καὶ [[φήμη]] προεκπεσοῦσα [[πλήθος]] ἀνθρώπων ἤθροισε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[πέφτω]] έξω, [[εξορμώ]]»].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1.
|elnltext=προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1.
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκπίπτω Medium diacritics: προεκπίπτω Low diacritics: προεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proekpíptō Transliteration B: proekpiptō Transliteration C: proekpipto Beta Code: proekpi/ptw

English (LSJ)

A fall or come out before, precede, τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.Pr.932b37: metaph., get abroad before, φήμη Plu.Galb. 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e.
II go beyond limits, Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.

French (Bailly abrégé)

f. προεκπεσοῦμαι, ao.2 προεξέπεσον, etc.
se répandre ou se divulguer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

προεκπίπτω: приходиться или случаться раньше; π. εἰς γένεσιν Plut. возникать раньше; τί τινος προεκπίπτει Arst., Plut. что-л. предшествует чему-л.; φήμη προεκπεσοῦσα Plut. опередивший (события) слух.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπίπτω: ἐκπίπτωἐξέρχομαι πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ κῦμα πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, φήμη Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.

Greek Monolingual

Α
1. προηγούμαι, προπορεύομαι
2. (για όργανα του σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῖον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)
3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο
4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένωςλαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα πλήθος ἀνθρώπων ἤθροισε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίπτω «πέφτω έξω, εξορμώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1.