συμπιέζω: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(6) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympiezo | |Transliteration C=sympiezo | ||
|Beta Code=sumpie/zw | |Beta Code=sumpie/zw | ||
|Definition=(for | |Definition=(for -πιάζω v. infr.), [[press]] or [[squeeze together]], [[grasp closely]], τὰς τρίχας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 89b; τι ταῖς Χερσί Id.''Sph.''247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι ''AP''5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.''Pr.''929b39:—Pass., to [[be squeezed up]], opp. [[διέλκεσθαι]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.''Pr.''904a21; <b class="b3">ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς</b> ib.964b3; [[συμπιασθῆναι]], of the body, to [[be pinched in]], [[grow lean]], Hp.''Epid.''7.68 (but, to [[be fattened up]], from [[συμπιαίνω]], acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.''Loc.Hom.''9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[presser ensemble]], [[comprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιέζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπιέζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сжимать]], [[сдавливать]] (τι ταῖς χερσίν Plat.): τὰ συμπιεζόμενα Xen. сокращающиеся органы;<br /><b class="num">2</b> [[приглаживать]] (τὰς τρίχας Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[прижимать]] (χείλεα χείλεσι Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπιέζω''': [[πιέζω]] ἢ [[συνθλίβω]] [[ὁμοῦ]], πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]], οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ [[στόμα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ [[κοιλία]] σ. ταῖς πλευραῖς [[αὐτόθι]] 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32. | |lstext='''συμπιέζω''': [[πιέζω]] ἢ [[συνθλίβω]] [[ὁμοῦ]], πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]], οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ [[στόμα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ [[κοιλία]] σ. ταῖς πλευραῖς [[αὐτόθι]] 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῖς πλευραῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν. | |lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[press]] or [[squeeze]] [[together]], to [[grasp]] [[closely]], Plat.:—Pass. to be squeezed up, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
(for -πιάζω v. infr.), press or squeeze together, grasp closely, τὰς τρίχας Pl.Phd. 89b; τι ταῖς Χερσί Id.Sph.247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr.929b39:—Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr.904a21; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib.964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 987] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.
French (Bailly abrégé)
presser ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c.
Russian (Dvoretsky)
συμπιέζω:
1 сжимать, сдавливать (τι ταῖς χερσίν Plat.): τὰ συμπιεζόμενα Xen. сокращающиеся органы;
2 приглаживать (τὰς τρίχας Plat.);
3 прижимать (χείλεα χείλεσι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπιέζω: πιέζω ἢ συνθλίβω ὁμοῦ, πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα, οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ στόμα, Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς αὐτόθι 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι
ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῖς πλευραῖς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα», Έφιππ.)
2. προσάπτω στέρεα.
Greek Monotonic
συμπιέζω: μέλ. -σω, πιέζω μαζί ή συνθλίβω, αρπάζω δυνατά, συσφίγγω, μαγκώνω, σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
to press or squeeze together, to grasp closely, Plat.:—Pass. to be squeezed up, Xen.