ὑπολανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῖλαξ]»,Αιλ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολανθάνω Medium diacritics: ὑπολανθάνω Low diacritics: υπολανθάνω Capitals: ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: hypolanthánō Transliteration B: hypolanthanō Transliteration C: ypolanthano Beta Code: u(polanqa/nw

English (LSJ)

lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.

German (Pape)

[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.

Greek Monolingual

ὑπολανθάνω ΝΜΑ λανθάνω
νεοελλ.-μσν.
υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση
μσν.-αρχ.
είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ.
β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῖλαξ]»,Αιλ.).