κελαινόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelainovrotos
|Transliteration C=kelainovrotos
|Beta Code=kelaino/brwtos
|Beta Code=kelaino/brwtos
|Definition=κελαινόβρωτον, [[black and bloody with gnawing]], ἧπαρ A.''Pr.'' 1025.
|Definition=κελαινόβρωτον, [[black and bloody with gnawing]], ἧπαρ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]'' 1025.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:05, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόβρωτος Medium diacritics: κελαινόβρωτος Low diacritics: κελαινόβρωτος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kelainóbrōtos Transliteration B: kelainobrōtos Transliteration C: kelainovrotos Beta Code: kelaino/brwtos

English (LSJ)

κελαινόβρωτον, black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.

German (Pape)

[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).

Russian (Dvoretsky)

κελαινόβρωτος: черный и истерзанный, т. е. окровавленный (ἧπαρ, sc. Προμηθέως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

Greek Monolingual

κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρόβρωτος, πυρίβρωτος].

Greek Monotonic

κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κελαινό-βρωτος, ον
black and bloody with gnawing, Aesch.